του Ορέστη Αλεξίου

I. Ο πόλεμος και το αποτύπωμά του στη μυθολογία και τη θρησκεία των πολιτισμών

Γενικά, ο ορισμός του πολέμου είναι μια δύσκολη προσπάθεια1. Πρόκειται για ένα φαινόμενο πολύπλοκο και πολυδαίδαλο με προεκτάσεις σε όλους τους τομείς της κοινωνίας. Ως εκ τούτου, ο ορισμός που πρόκειται να δώσουμε, θα είναι προφανώς ελλιπής. Ως πόλεμος μπορεί να θεωρηθεί μια συλλογική, οργανωμένη πράξη βίας με σκοπό την εξυπηρέτηση συμφερόντων (πολιτικών-οικονομικών) μεταξύ δύο ή και περισσότερων αντιμαχόμενων οργανισμών ή ομάδων με τη χρήση ενόπλων μέσων.

Ο πόλεμος είναι ένα κοινωνικό φαινόμενο, η ιστορία του οποίου ανιχνεύεται στα βάθη της ανθρώπινης ύπαρξης. Θα μπορούσαμε να πούμε -σχηματικά- ότι πόλεμος και ανθρώπινη ιστορία έχουν μια τόσο στενή σχέση, όπως ο πατέρας με το παιδί. Η επίδραση του πολέμου στις ανθρώπινες κοινωνίες είναι τόσο καθοριστική, που «ανάγκασε» τον Ηράκλειτο να του προσδώσει χαρακτηριστικά «πρωτο- θεϊκά», «κοσμογονικά». Ο σπουδαίος αυτός προσωκρατικός φιλόσοφος αναφέρει συνοπτικά: «Ο Πόλεμος πάντων μὲν πατήρ ἐστι, πάντων δὲ βασιλεύς, καὶ τοὺς μὲν θεοὺς ἔδειξε τοὺς δὲ ἀνθρώπους, τοὺς μὲν δούλους ἐποίησε τοὺς δὲ ἐλευθέρους». Τέτοια είναι η δυναμική του πολέμου, που δεν καθορίζει μόνο τα εγκόσμια, αλλά και τα υπερβατικά. Είναι η μήτρα των πάντων, ο «ταξιθέτης» των ανθρώπινων σχέσεων, αλλά και ο «δημιουργός» του Ελληνικού Πανθέου. Αυτή η κινητήριος δύναμη έχει ως βασικό της μείγμα τη βία, η οποία κατά τα λεγόμενα ενός άλλου κορυφαίου στοχαστή της νεότερης εποχής, του Καρλ Μαρξ, είναι «η μαμή κάθε παλαιάς κοινωνίας που κυοφορεί μέσα της μια καινούρια». Είναι αυτή που κινεί τα νήματα της ιστορικής εξέλιξης.

Αυτή η δυναμική του πολέμου είναι εντυπωμένη και στις μυθολογίες των Ινδών, των Σουμερίων, των Ελλήνων, των Σκανδιναβών και άλλων πολιτισμών (Αιγύπτιοι, Φοίνικες, Χιττίτες, Αζτέκοι, Μάγια). Τα ιερά βιβλία των Ινδών (Βέδες) βρίθουν επικών μαχών μεταξύ θεών, δαιμόνων, στις οποίες συμμετέχουν άνθρωποι και ζώα. Το ίδιο πολεμικό πνεύμα συναντάμε και στα μεταγενέστερα επικά ποιήματα Ραμαγιάνα και Μαχαμπαράτα, τα οποία συνδέονται με τους ιδρυτικούς μύθους των πρώτων ινδικών βασιλείων. Στην Εγγύς Ανατολή, η πρώτη φιλολογική μαρτυρία περί πολέμου συναντάται στο έπος του Γιλγαμές, όπου ο μυθικός βασιλιάς Γιλγαμές μαζί με τον ημιάγριο Εκιντού ξεκινούν μαζί μια σειρά πολεμικών περιπετειών στο μυθικό δάσος Cedar (Δάσος των Κέδρων του Θεού). Στην οικεία, ελληνική μυθολογία, την τόσο ανθρωπομορφικά και «ρεαλιστικά» πλασμένη, ο πόλεμος είναι σύνηθες φαινόμενο από τα πρώτα κιόλας επεισόδιά της. Ενδεικτικά, αναφέρουμε την Τιτανομαχία, όπου οι Ολύμπιοι θεοί μάχονται με επικεφαλής τον Δία εναντίον του Κρόνου και των Τιτάνων (παλιοί θεοί) και τη Γιγαντομαχία, όπου πάλι οι Ολύμπιοι θεοί με τη βοήθεια και των παιδιών του Δία (Ηρακλής, Διόνυσος) παλεύουν εναντίον των Γιγάντων2. Οι θεοί των αρχαίων Ελλήνων φέρουν πολεμικά χαρακτηριστικά αρχής γενομένης από τον Δία, αλλά κυρίως από τον Άρη, το θεό του πολέμου, την Παλλάδα, η οποία φέρει ασπίδα, περικεφαλαία, δόρυ και τα παιδιά της Λητώς (Απόλλων, Άρτεμις) με την έφεση στην τέχνη του τόξου. Άλλωστε, οι θεοί παίρνουν το μέρος των θνητών στις πολεμικές συγκρούσεις με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα τον Τρωϊκό Πόλεμο, ο οποίος σύμφωνα με τη μυθολογία έχει τις απαρχές του στη θεϊκή διαμάχη μεταξύ Ήρας, Αφροδίτης και Αρτέμιδος για το ποια θα λάβει τον τίτλο της «καλλίστης». Οι θεοί- πολεμιστές δεν είναι αποκλειστικό φαινόμενο μόνο της ελληνικής μυθολογίας. Πλήθος παρόμοιων θεοτήτων συναντάμε και σε άλλες μυθολογίες3. Από τις πιο χαρακτηριστικές είναι η σκανδιναβική μυθολογία (κλάδος της γερμανικής). Σε αυτήν, η Βαλχάλλα, η λαμπρή αίθουσα του Όντιν (θεός του πολέμου) με αμιγώς «πολεμική διακόσμηση», υποδέχεται τους πολεμιστές που πέσανε ηρωϊκά στα πεδία των μαχών συνοδεία των Βαλκυριών. Εδώ, κάθε νύχτα, γίνεται ένα συμπόσιο με υδρόμελι και ψητό κρέας, ακριβώς ως μία αναπαράσταση του συμποσίου που γίνεται μετά την μάχη στη ζωή των ζωντανών.

Στις μεγάλες μονοθεϊστικές θρησκείες (Ιουδαϊσμός, Ισλάμ, Χριστιανισμός) ο πόλεμος είναι «πανταχού παρών». Στην Παλαιά Διαθήκη, ο θεός εμφανίζεται ως ο προστάτης-πολεμιστής που θα σώσει τον λαό του Ισραήλ και θα τον βοηθήσει να εγκατασταθεί στην πατρώα γη. Πρόκειται για ένα θεό αρκετά πολεμοχαρή, καταστρεπτικό, ο οποίος δε διστάζει να εξολοθρεύσει τους ειδωλολάτρες4. Στο Κοράνιο η εξάπλωση του Ισλάμ γίνεται και με τα όπλα (ιερός πόλεμος5, Jihad), ενώ παράλληλα για τους πολεμιστές επιφυλάσσεται λαμπρή μοίρα. Στην περίπτωση που ζήσουν, καρπώνoνται τα λάφυρα των κατακτήσεων, ενώ στην περίπτωση που πεθάνουν θα εισέλθουν στον περίφημο Παράδεισο των πολεμιστών6. Στη χριστιανική θεολογία ο πόλεμος απορρίπτεται αρχικά. Οι πρώτοι χριστιανοί θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως οι πρώτοι αρνητές στράτευσης, καθώς αντιτίθενται στα κελεύσματα των Ρωμαίων για την ένταξή τους στον αυτοκρατορικό στρατό. Στους πρώτους χριστιανικούς αιώνες, την περίοδο που συγκροτείται σταδιακά η χριστιανική Εκκλησία, υπάρχει ένα κλίμα πασιφισμού. Ωστόσο, όταν το εκχριστιανισμένο, πλέον, Imperium Romanum βρίσκεται υπό την απειλή των γερμανικών λαών που πιέζουν τα σύνορα του Ρήνου και του Δούναβη, η νεότευκτη θεολογία προσπαθεί να διαμορφώσει ένα θεολογικό πλαίσιο νομιμοποίησης του πολέμου. Πρωτεργάτης σε αυτήν την προσπάθεια είναι ο Αγ. Αυγουστίνος της Ιππώνος (Β. Αλγερία), ο οποίος με την έννοια της θεοδικίας δικαιώνει τον πόλεμο. Προφανώς, δε δικαιώνει οποιαδήποτε πολεμική σύγκρουση, αλλά αυτήν που είναι προϊόν θείας βούλησης. Χαρακτηριστικά αναφέρει «…εάν ο Θεός με ένα ειδικό παράγγελμα διατάζει να σκοτώσουμε, τότε η ανθρωποκτονία είναι αρετή». Μακρά κατάληξη αυτής της νέας αντίληψης είναι το σύνθημα της Α΄ Σταυροφορίας «Deus lo vult», για την οποία ο Πάπας Ουρβανός Β΄ δίνει άφεση αμαρτιών εκ των προτέρων στους σταυροφόρους για όσα θα διαπράξουν στους Αγίους Τόπους εναντίον των άπιστων μουσουλμάνων. Η δικαιολόγηση της βίας και της εξόντωσης του «άλλου», που δεν ανήκει στην ίδια Εκκλησία, είναι ωμή7. Σε συνέχεια των προηγουμένων, ο Άγιος Θωμάς ο Ακινάτης διατυπώνει τους όρους κατά τους οποίους μια πολεμική επιχείρηση μπορεί να είναι θεάρεστη πράξη. Για να έχει την έγκριση του Θεού αυτή πρέπει να κυρώνεται από μια επίσημη αρχή (auctoritas principis), να υπάρχει δίκαιος λόγος (causa justa) και να υπάρχει τίμια πρόθεση (intention recta)8. Αυτό το σύστημα σκέψης επεξεργάστηκαν και τροποποιήσαν με βάση τα επίδικα της εποχής τους καθολικοί νομικοί, όπως ο Ισπανός Φρανθίσκο ντε Βιττόρια (16ος αιώνας) και ο  Ολλανδός Ούγκο Γκρότιους (17ος αιώνας).

II. Ο κυνηγός-πολεμιστής, τα πρώτα οχυρά και ο πρωτόγονος πόλεμος

Τα πρώτα όπλα ή απλώς εργαλεία για την επιβίωση;

Τα πρώτα λίθινα εργαλεία ανήκουν σε έναν αρχαϊκό όρθιο άνθρωπο, τον Homo habilis (επιδέξιος), ο οποίος είναι και ο πιο μακρινός πρόγονος του Homo sapiens sapiens. Τα εργαλεία αυτά βρέθηκαν στην Αφρική πριν από 2.5 εκατομμύρια χρόνια και χρησίμευαν αρχικά στο σκίσιμο, το γδάρσιμο και το κόψιμο. Η τεχνική της πρώιμης αυτής λιθοτεχνίας ονομάζεται Olduvai από το φαράγγι, στο οποίο βρέθηκαν τα εργαλεία αυτά στην Τανζανία9. Προφανώς, η τεχνολογία δεν έμεινε στάσιμη και εξελίχθηκε παράλληλα με την εξέλιξη του Homo habilis σε Homo erectus και στη συνέχεια στον αρχαϊκό Homo sapiens10. Τα πρώτα λίθινα εργαλεία ήταν η μήτρα για τη δημιουργία των πρώτων λίθινων κυνηγετικών όπλων. Ο Ηomo neaderdalensis, o ευρασιατικός πρόγονος του Homo sapiens sapiens, ανέπτυξε την τεχνολογία κατασκευής όπλων, τα οποία με τη σειρά τους επέτρεψαν τη θήρευση μεγάλων θηλαστικών (βίσονες, μαμούθ, αρκούδες, τάρανδοι, ελέφαντες κ.α.)11. Ο άνθρωπος-κυνηγός μπορεί να θεωρηθεί ως το πρόπλασμα του ανθρώπου-πολεμιστή, καθώς η κυνηγετική διαδικασία προσέδωσε στον άνθρωπο στοιχεία, τα οποία ακόμη και σήμερα είναι βασικά για έναν στρατιώτη12.

Η μεγάλη τομή στην τεχνολογία των όπλων γίνεται στη νεολιθική εποχή με την εμφάνιση νέων όπλων (τόξο, σφεντόνα, εγχειρίδιο, κόπανος). Τα τρία τελευταία ήταν βελτιωμένες εκδόσεις προγενέστερων όπλων, ενώ το τόξο είναι καινοτόμο, καθώς μετρατρέπει τη μυϊκή δύναμη του ανθρώπου σε μηχανική ενέργεια. Το νέο όπλο αναβαθμίζει την κυνηγετική ικανότητα του ανθρώπου, καθώς του επιτρέπει να θηρεύει σε εκτεταμένες εκτάσεις13. Πλέον, η σχέση του ανθρώπου με τα θηράματά του αλλάζει, καθώς σκοτώνει από απόσταση. Κι εδώ, γεννάται το εξής ερώτημα: ο άνθρωπος-τοξότης είναι και ο πρώτος άνθρωπος πολεμιστής; Η απάντηση είναι δύσκολη, καθώς υπάρχουν στοιχεία που μπορούν να είναι καταφατικά, αλλά και από την άλλη πλευρά αρνητικά. Στις σπηλαιογραφίες τις Δυτικής Ισπανίας, υπάρχουν σκηνές μαχών μεταξύ ανθρώπων14. Ωστόσο, ένα τάφος της πρoϊστορικής εποχής (13.000-9.000) που βρέθηκε στην Άνω Αίγυπτο (Jebel Sahaba) με 61 νεκρούς ίσως είναι η πρώτη αξιόπιστη μαρτυρία πολεμικής δράσης15. Ασφαλώς δεν πρόκειται για μια οργανωμένη πολεμική επιχείρηση, παρά για μια πρωτόγονη πολεμική πράξη, όπου δυο διαφορετικές ομάδες ή κοινότητες έρχονται σε σύγκρουση. Αυτή μπορεί να αφορά μια μάχη μεταξύ κυνηγετικών κοινοτήτων ή μια μάχη διαφορετικών οικονομιών. Η περιοχή όπου ανακαλύφθηκε ο τάφος είναι εύφορη και υπάρχουν ενδείξεις για πρωτο-καλλιεργητικές και πρωτο-κτηνοτροφικές κοινωνίες, των οποίων το παραγόμενο πλεόνασμα μπορεί να ήταν το μήλον της έριδος για της κυνηγετικές κοινωνίες.

Τα πρώτα οχυρά και οι πρώτοι οργανωμένοι αγροτικοί οικισμοί

Η κλασική άποψη θέλει τους πρώτους μεγάλους αγροτικούς οικισμούς να βρίσκονται στις μεγάλες κοιλάδες των ποταμών της Εγγύς Ανατολής, της Ινδικής υπο-ηπείρου, της Αιγύπτου και της Κίνας, όπου αναπτύχθηκαν τα πρώτα μεγάλα κράτη. Ωστόσο, η ανακάλυψη της Ιεριχούς με ιστορία πριν το 9.000 π.Χ. και του Τσατάλ Χογιούκ της όγδοης χιλιετίας π.Χ. δείχνει να ανατρέπει την κλασική αφήγηση. Οι οικισμοί αυτοί είναι σημαντικοί για τη στρατιωτική ιστορία, καθώς είναι τα πιο παλιά -μέχρι στιγμής- δείγματα οχυρωμένων πόλεων. Πριν αναφερθούμε στις οχυρωματικές τεχνικές, είναι απαραίτητο να αναφέρουμε ότι η ανέγερση τειχών είναι μια εξαιρετικά δαπανηρή διαδικασία, η οποία δεσμεύει ένα μεγάλο μέρος των πόρων της τοπικής κοινωνίας και του εργατικού δυναμικού της. Άρα, οι πρώτες οχυρώσεις μαρτυρούν πιθανόν μια ιεραρχημένη κοινωνία, της οποίας το παραγόμενο αγροτικό πλεόνασμα αποσπάται από μια άρχουσα τάξη, η οποία με τη σειρά τους το αξιοποιεί κατά το πως προστάζουν τα συμφέροντά της. Το Τσατάλ Χογιούκ -αν και έχει στοιχεία μια εξισωτικής κοινωνίας- διέθετε ένα περίτεχνο και ιδιαίτερο σύστημα υπεράσπισης με σπίτια κολλημένα το ένα πάνω στο άλλο στην περίμετρο της πόλης, τα οποία καθιστούσαν δύσκολη την κατάληψη του οικισμού. Η Ιεριχώ διέθετε ανώτερο σύστημα οχύρωσης με τείχη, πύργους και είχε ως σκοπό να αποτρέπει τους επιδρομείς να αρπάζουν το πλεόνασμα της παραγωγής. Μια περιτειχισμένη πόλη δε λειτουργούσε μόνο ως καταφύγιο, αλλά και ως χώρος ενεργητικής άμυνας απέναντι στον εχθρό. Η Ιεριχώ ήταν μια πόλη με πληθυσμό 3.000 κατοίκων και ήταν το διοικητικό κέντρο μιας παραγωγικής αγροτικής περιφέρειας, η οποία συντηρούσε την πόλη και την φρουρά της. Η πόλη περίκλειε μια πηγή νερού και είχε προμαχώνες και γερές πύλες. Μέχρι την εποχή της πυρίτιδας, το οχυρωματικό μοντέλο της Ιεριχούς κυριαρχεί. Προφανώς, σε κάθε ιστορική περίοδο γίνονται αναβαθμίσεις (εσωτερικά τείχη, εμπόδια στο χείλος της τάφρου, ακροπόλεις κ.α.), αλλά η βάση πάνω στην οποία στηρίζονται είναι η πόλη της Ιεριχούς. Τα πρώτα οχυρά στρατηγικής άμυνας είναι αυτά που κατασκευάστηκαν στη Νουβία από τους Φαραώ της 12ης Δυναστείας (1990 κ.ε.) κατά μήκος του Νείλου σε μια απόσταση 400 χιλιομέτρων περίπου, με σκόπο τον έλεγχο του ποταμού και την προστασία της εύφορης πεδιάδας. Τα οχυρά ακολουθούν την αιγυπτιακή διείσδυση στη Νουβία. Όταν η αιγυπτιακή παρουσία εδραιώθηκε, τα οχυρά χρησίμευαν για την οριοθέτηση του εύρους της αιγυπτιακής ισχύος μέσα στη Νουβία, αλλά και για την αποτροπή των επιδρομών16. Οι πολιορκητές προκειμένου να υπερκεράσουν το εμπόδιο των τειχών, επιστράτευσαν πολιορκητικές τεχνικές και μεθόδους ήδη από την 3η χιλιετία π. Χ. Ωστόσο, οι αναρριχητικές σκάλες, οι πολιορκητικοί κριοί, οι πύργοι και οι καταπέλτες δεν εξασφάλιζαν την κατάληψη μιας πόλης. Η καλύτερη εγγύηση για την πτώση μιας οχυρωμένης πόλης ήταν η αποκοπή της από τις πηγές ανεφοδιασμού της με σκοπό τη λιμοκτονία του πληθυσμού της και κατ’ επέκταση την παράδοσή της17.

Ο πρωτόγονος πόλεμος. Πραγματικός ή συμβολικός;

Οι ανθρωπολόγοι διακρίνουν την εξέλιξη των πρωτόγονων κοινωνιών σε στάδια: α) στάδιο μικρής συγκέντρωσης των ατόμων β) στάδιο της φυλής, γ) οργανωμένη κοινωνία (ιεραρχική, θεοκρατικά δομημένη). Στην τελευταία, τα μέλη της διαβαθμίζονται ανάλογα με την απόσταση από τον ιδρυτή της φυλής ή τον κοινό θεό-πρόγονο. Στις πρωτόγονες κοινωνίες, ο πόλεμος είναι σύνηθες φαινόμενο. Μπορεί να μη γίνεται με την ένταση των πολεμικών συγκρούσεων των επόμενων ιστορικών περιόδων, αλλά σίγουρα είναι ένα φαινόμενο που παίζει βασικό ρόλο στην φυλετική κοινωνία και στις διαφυλετικές σχέσεις. Σε άλλες περιπτώσεις, ο σκοπός είναι η απόκτηση γυναικών (Γιανομάμο), σε άλλες η απόκτηση εύφορων περιοχών (Μαορί, Μάρινγκ, Ζουλού) και σε άλλες η αιχμαλωσία του αντιπάλου με σκοπό την ανθρωποφαγία (Αζτέκοι). Οι περιπτώσεις των Ζουλού και των Αζτέκων βρίσκονται στο μεταίχμιο του «στρατιωτικού ορίζοντα»18 και κατ’ επέκταση δεν ξέρουμε αν μπορούμε να τις κατατάξουμε στον πρωτόγονο τρόπο πολέμου. Χαρακτηριστικό, πάντως, των παραπάνω περιπτώσεων είναι ο τελετουργικός χαρακτήρας του πολέμου και οι αυτοπεριορισμοί που τίθενται. Ωστόσο, αυτό δε σημαίνει ότι ο πόλεμος γίνεται πάντοτε σε συμβολικό επίπεδο. Αντιθέτως, σε ορισμένες περιπτώσεις τείνει να πάρει «απόλυτα» χαρακτηριστικά μέσω της εξόντωσης του αντίπαλου ή και του εκτοπισμού ολόκληρων χωριών (Νησί του Πάσχα, Ζουλού) 19.

III. Οι αυτοκρατορίες πέφτουν, μα η γεωγραφία μένει

Ο καιρός, το κλίμα, η βλάστηση, η μορφολογία του εδάφους20 υπάγονται στους μονίμως εν δράσει παράγοντες που επηρεάζουν την έκβαση των πολεμικών επιχειρήσεων. Ο Κλαούζεβιτς έδωσε μεγάλη προσοχή σε αυτούς, αλλά και σε άλλους αστάθμητους παράγοντες, οι οποίοι έχουν σχέση με τον στρατωνισμό, τον εφοδιασμό, την αλλαγή των προθέσεων των συμμάχων, τη «σκιά» που καλύπτει τις κινήσεις του αντιπάλου και την ψυχολογία του στρατεύματος. Η αντιμετώπιση κάποιων από αυτών βελτιώθηκε με την ανάπτυξη της τεχνολογίας, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι διέλυσε την «ομίχλη», η οποία καλύπτει τα πεδία των μαχών. Κατά τον Κλαούζεβιτς, ο πόλεμος είναι σαν μια απλή κίνηση που επιτελείται σε ένα δυσχερές περιβάλλον. Έτσι, λοιπόν, «όπως είναι κανείς ανίκανος να εκτελέσει στο νερό μια κίνηση τόσο εύκολη όσο είναι το βάδισμα, άλλο τόσο δύσκολο είναι να εξασφαλίσει την πορεία των πραγμάτων στον πόλεμο»21. Προς επίρρωση των λεγομένων του Πρώσου αξιωματικού έρχεται και η ρήση ενός μαθητή του, του Μόλτκε, ο οποίος αναφέρει εύστοχα ότι «Κανένα επιχειρησιακό σχέδιο δεν επιζεί μετά την πρώτη επαφή με τον κύριο όγκο των εχθρικών δυνάμεων»22.

Η γεωγραφία, ως ένας από τους βασικούς αυτούς παράγοντες, επιδρά καθοριστικά πολλές φορές στον πόλεμο. Κατ’ αρχάς, βασικό στοιχείο είναι ότι το 71% της επιφάνειας της γης καλύπτεται από θάλασσα. Αυτό κατ’ επέκταση περιορίζει τις πολεμικές δραστηριότητες στον παγκόσμιο χάρτη κατά κύριο λόγο στη στεριά, καθώς οι άνθρωποι ζουν στην ξηρά και όχι στη θάλασσα 23. Αρχικά, ο πόλεμος στη θάλασσα είναι μια δαπανηρή διαδικασία, καθώς η ναυπήγηση πλοίων απαιτεί τη δέσμευση μεγάλων πόρων. Επίσης, οι ναυτικοί έχουν να αντιπαλέψουν τις δύσκολες καιρικές συνθήκες, οι οποίες περιορίζουν τις κινήσεις των πολεμικών πλοίων. Η αδυναμία αξιοποίησης της προωστικής δύναμης του ανέμου σε συνδυασμό με τους μέτριους ανέμους που πνέουν στη Μεσόγειο, κατέστησε αρχικά ως κύριο τύπο πλοίου, το κωπήλατο, την τριήρη (πιθανόν φοινικικής καταγωγής). Τα κωπήλατα πλοία επικράτησαν και για έναν πρακτικό λόγο. Ήταν φτιαγμένα για να προσεγγίζουν τα αντίπαλα πλοία και να παρέχουν, έτσι, τη δυνατότητα της μάχης σώμα με σώμα και τον εμβολισμό του αντίπαλου πλοίου με το έμβολον. Για να γίνει εφικτός ο εμβολισμός, απαιτούνταν ανάπτυξη μεγάλης ταχύτητας, στην οποία συνέβαλε η επιμήκης και ρηχή καρίνα. Τα πλοία αυτά κυριάρχησαν στη Μεσόγειο (κλειστή θάλασσα) ήδη από τη δεύτερη χιλιετία. Ωστόσο, ήταν δέσμια σε μεγάλο βαθμό των ανέμων και η χρήση τους κατ’ επέκταση περιορίζονταν τους καλοκαιρινούς μήνες Άρα, πρόκειται για ένα θερινό όπλο, το οποίο εξαρτάται από τη στεριά για τον ανεφοδιασμό του, καθώς η στενή και ρηχή του καρίνα δεν του επιτρέπει μεγάλο αποθηκευτικό χώρο. Οι πρώτοι που το ανατρέπουν αυτό είναι οι Norsemen, οι οποίοι βαθαίνουν την καρίνα, αξιοποιούν καλύτερα την προωστική δύναμη του αέρα και καθιστούν τα κουπιά βοηθητικά. Εν κατακλείδι, οι στόλοι με τις γαλέρες δεν ήταν αυτόνομα όπλα, αλλά προέκταση του στρατού ξηράς. Ο στρατός εφοδίαζε τον στόλο, ο οποίος με τη σειρά του προσπαθούσε να αποτρέψει τον εφοδιασμό της εχθρικής χερσαίας δύναμης από τον δικό της στόλο. Με βάση αυτήν τη σχέση δεν είναι παράλογο ότι οι περισσότερες ναυμαχίες γίνονται κοντά στη στεριά από το 480 μέχρι το 157124.

Η παραπάνω παράδοση συνεχίζεται και με την επικράτηση των ιστιοφόρων, τα οποία φέρουν ένα νέο όπλο, το κανόνι. Τα ιστιοφόρα παρ’ ότι έχουν μεγάλο αποθηκευτικό χώρο δρουν σχεδόν πάντα κοντά στις ακτές, όπου τα νερά είναι πιο ήρεμα σε σχέση με τον ταραγμένο ωκεανό. Επιπλέον, το αντικείμενο των συγκρούσεων βρίσκεται κοντά στη στεριά, ενώ η οπτική επικοινωνία μέσα στην αχανή υδάτινη μάζα του ωκεανού καθιστά δύσκολο τον εντοπισμό εχθρικών ναυτικών δυνάμεων (όριο τα 20 μίλια απόσταση)25. Τα ατμοκίνητα πλοία που κάνουν την πρώτη εμφάνισή τους στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα μπορούν και δαμάζουν με μεγαλύτερη ευκολία τον καιρό. Ωστόσο, παρά τη σχετική αυτονόμησή τους από καιρικές συνθήκες είναι σε μεγάλο βαθμό εξαρτημένα από την ενεργειακή τροφοδοσία τους. Χρειάζονται μεγάλες ποσότητες κάρβουνου και γι’ αυτόν τον λόγο κάνουν συχνές στάσεις σε σταθμούς ανθράκευσης26. Τέλος, ακόμη και κατά τους δύο μεγάλους πολέμους του 20ου αιώνα, οι περισσότερες ναυμαχίες γίνονταν κοντά στις ακτές παρά την εφεύρεση της ασύρματης επικοινωνίας και τη χρήση της αεροπορίας ως τα «μάτια» του ναυτικού.

Αντίστοιχα, το μεγαλύτερο μέρος της ξηράς δεν έχει στρατιωτική ιστορία λόγω οικοσυστημάτων που δυσχεραίνουν ή καθιστούν αδύνατη τη διεξαγωγή του πολέμου (τούνδρα, μεγάλα δάση, έρημος). Περιοχές με πολικές ή τροπικές θερμοκρασίες, χωρίς νερό και δρόμους δεν ευνοούν τις κινήσεις και τη συντήρηση μεγάλων στρατών. Ως εκ τούτου, ελάχιστες περιοχές προσφέρονται για πολεμικές αναμετρήσεις (π.χ. Β. Βέλγιο, Β. Ιταλία). Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα είναι η περίπτωση της Αδριανούπολης, η οποία είχε την «τύχη» να βιώσει 15 μεγάλες μάχες από τον 4ο αιώνα μ.Χ. έως και τον 20ο 27. Βέβαια, αν παρατηρήσουμε λίγο καλύτερα τη γεωγραφία της ανατολικής Θράκης, θα διαπιστώσουμε πως η «μοίρα» της Αδριανούπολης δεν οφείλεται σε τυχαίους παράγοντες, αλλά στη γεωγραφικό πλαίσιο της περιοχής. Η Αδριανούπολη χτισμένη από τον Αδριανό το 2ο αιώνα μ. Χ. βρίσκεται στη συμβολή τριών ποταμών, οι οποίοι διευκολύνουν την πρόσβαση σε τρεις διαφορετικές κατευθύνσεις, δυτικά προς της δυτική Θράκη και τη Μακεδονία, βορειοδυτικά προς τη Βουλγαρία και ανατολικά προς τον Εύξεινο Πόντο. Επιπλέον, βρίσκεται στη μεγάλη πεδιάδα της ανατολικής Θράκης (εύκολα προσπελάσιμη), στο ανατολικό όριο της οποίας βρίσκεται η Κωνσταντινούπολη, πολιτικό και οικονομικό κέντρο για 16 αιώνες περίπου. Η Κωνσταντινούπολη μαγνήτιζε για πολλούς αιώνες τους επίδοξους επιδρομείς, οι οποίοι προκειμένου να φτάσουν στα τείχη της περνούσαν από την Αδριανούπολη. Οι δυο πόλεις πρέπει να ιδωθούν ως αλληλοϋποστηριζόμενες σε ένα ενιαίο γεωγραφικό πλαίσιο. Άλλωστε, δεν είναι τυχαίο ότι οι Οθωμανοί είχαν ως πρωτεύουσα τους την Αδριανούπολη από το 1363 μέχρι και την πτώση της Κωνσταντινούπολης το 1453.Τέλος, ένα άλλο παράδειγμα, όπου η γεωγραφία και ο καιρός επιδρούν καθοριστικά στις πολεμικές επιχειρήσεις είναι η δυτική Ρωσία, μια αχανής και άδενδρη περιοχή με μεγαλύτερο υψόμετρο τα 166 μέτρα. Σε αυτήν την έκταση, οι ποταμοί κυλούν παράλληλα με την πορεία του εισβολέα και διευκολύνουν, έτσι, αρχικά την εχθρική προέλαση. Ωστόσο, στην ίδια περιοχή, φαίνεται να υπάρχουν «γεωγραφικά αντίμετρα», τα έλη του Πρίπετ και η rasputista, τα οποία ανακόπτουν την αρχική εύκολη προέλαση του εχθρού28.

Οι περισσότερες οργανωμένες και έντονες πολεμικές επιχειρήσεις έγιναν στο βόρειο ημισφαίριο σε συγκεκριμένη εποχή του έτους (καλοκαίρι), συνήθως πριν ή μετά την εποχή του θερισμού29, και σε περιοχές με εκτεταμένες καλλιεργήσιμες εκτάσεις. Επομένως, ο παράγοντας της αγροτικής οικονομίας, που είναι η βάση της παραγωγικής δραστηριότητας μέχρι και τον 20ο αιώνα σε πολλές περιοχές του κόσμου, καθορίζει το χρονικό εύρος της μάχης. Καθώς οι αγρότες δύσκολα αφήνουν τις ασχολίες τους, από τις οποίες προκύπτει και το παραγόμενο αγροτικό πλεόνασμα που τροφοδοτεί την κρατική μηχανή, οι μάχες έπρεπε να γίνονται για ένα περιορισμένο χρονικό διάστημα (συνήθως ένας μήνας το καλοκαίρι). Αυτή η κατάσταση οδήγησε τον καθηγητή στρατιωτικής ιστορίας V. D. Hanson να συλλάβει την έννοια της «αποφασιστικής μάχης» στην κλασική Ελλάδα, την οποία θα αναλύσουμε σε επόμενη ενότητα. Τέλος, οι ζώνες καλλιεργήσιμων εδαφών διακρίνονται από τις άγονες (κυρίως στην Ευρασία) μέσω μιας σειράς οχυρώσεων που συναντούμε στην αρχαία Ρώμη (το αδριάνειο τείχος της Βρετανίας, τα limes του Δούναβη και του Ρήνου κ.α.), στην Κίνα (το Μέγα Σινικό Τείχος) και στη Ρωσία (η Zasechnaya cherta). Στις παραπάνω οχυρώσεις, και σε πλήθος άλλων, ο κοινός παρονομαστής είναι απώθηση των επιδρομών των νομάδων από τη στέπα κατά τη διάρκεια πολλών αιώνων. Θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι αυτές οι οχυρωματικές γραμμές ζωγραφίζουν στο ανάγλυφο της γης την αντίθεση μεταξύ των εδραίων και νομαδικών  κοινωνιών.

IV. Ο πόλεμος εξ ανατολών

Η εξημέρωση του αλόγου και η χρήση του ως μέσο έλξης

Το άλογο ήταν το κατ’ εξοχήν πολεμικό όπλο για δυο και παραπάνω χιλιετίες. Ακόμη και κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο η χρήση του ήταν σημαντική, όχι ως όπλου πλέον, αλλά ως μεταφορικού μέσου. Στις μέρες μας συνεχίζει να ασκεί μεγάλη γοητεία κυρίως στους οπαδούς των ιπποδρομιών και του αθλήματος της ιππασίας. Όπως και στους πρώτους ιστορικούς χρόνους, έτσι και σήμερα η κατοχή ενός αλόγου είναι ιδιαίτερα δαπανηρή. Η χρήση του, βέβαια, διαφέρει σήμερα σε σχέση με παλιά. Το άλογο αρχικά ζούσε σε άγρια κατάσταση και ο άνθρωπος κατάφερε να το εξημερώσει με επιλεκτική διατροφή στα τέλη της 5ης χιλιετίας π.Χ. στη στέπα της Ουκρανίας30. Ο άνθρωπος το απέσπασε από το κοπάδι και το έκανε οικόσιτο. Αρχικά, το άλογο ήταν αδύναμο για να αντέξει αναβάτη ή για να σύρει αμαξιτό φορτίο31. Ωστόσο, λόγω της ανικανότητας άλλων ζώων (όναγρος, βόδι) να αναπτύξουν μεγάλη ταχύτητα, το άλογο σταδιακά μέσα σε μια μακρά διάρκεια και με επιλεκτική διατροφή άρχισε δυναμώνει για να μπορεί να αντέξει το βάρος του αναβάτη ή την έλξη του άρματος.

Το άλογο γίνεται μέσο έλξης τη δεύτερη χιλιετία και μπορεί να σύρει το άρμα, του οποίου η κατασκευή είναι ελαφριά (34 κιλά περίπου) και ανθεκτική. Πλέον, με το νέο αυτό όπλο εκτινάσσεται η ταχύτητα στα 32 χιλιόμετρα την ώρα.32 Η τεχνική της κατασκευής του άρματος πρέπει να έγινε ανάμεσα στις στέπες της Κεντρικής Ασίας και στις ορεινές ζώνες και στα οροπέδια του Καυκάσου, της Ανατολίας και του Ζάγρου, στη μεθόριο της στέπας με τις καλλιεργούμενες εκτάσεις33. Το άρμα αξιοποιήθηκε αρχικά από τους νομάδες για τη βόσκηση των κοπαδιών και το κυνήγι και η χρήση του διαδόθηκε στις εδραίες κοινωνίες μέσω των επιδρομών των νομάδων. Το νέο όπλο ήταν συνδυασμός τεσσάρων μονάδων (άλογο, άρμα, αναβάτης34, σκυθικό τόξο). Το τελευταίο τελειοποιήθηκε τη δεύτερη χιλιετία και σε συνδυασμό με τη χρήση του από τον αναβάτη του άρματος πολλαπλασίασε την φονικότητά του35. Οι αρματηλάτες, ορμώμενοι από τη στέπα ή την έρημο, κατέλυσαν την εξουσία των βασιλέων της Μεσοποταμίας, της Αιγύπτου, της Κίνας και της Ινδίας. Οι πρώτοι κατακτητές αρματηλάτες ήταν οι Υξώς στην Αίγυπτο («βασιλείς-νομάδες»), οι Χουρρίτες και οι Κασσίτες στην περιοχή της Μεσοποταμίας, οι Αρίοι στην Ινδία και οι Σανγκ στην Κίνα. Οι αρματηλάτες δεν καταστρέφουν το υφιστάμενο σύστημα διοίκησης, αλλά το αξιοποιούν και ενσωματώνονται στον πολιτισμό των οργανωμένων κρατών36.

Οι μεγάλες δυνάμεις της εποχής, οι Αιγύπτιοι και οι Χετταίοι αξιοποιούν το νέο όπλο και το εξελίσσουν. Η πρώτη καταγεγραμμένη μάχη της ιστορίας είναι αυτή της Μεγκιντό (1457) στην οποία υπάρχουν περιγραφές για πολεμικά άρματα. Τρεις αιώνες αργότερα τα άρματα κυριαρχούν στις μάχες. Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα είναι η μάχη του Καντές (1274) μεταξύ Χετταίων και Αιγυπτίων, όπου σύμφωνα με τις περιγραφές ενεπλάκησαν χιλιάδες άρματα μάχης ως τα κύρια όπλα κρούσης σε ένα μέτωπο χιλιάδων χιλιομέτρων37. Ωστόσο, το άρμα είναι ένα σύνθετο οπλικό σύστημα, το οποίο χρειάζεται χρόνια πρακτικής εφαρμογής για να τελειοποιηθεί. Αυτοί που το απογειώνουν είναι οι Ασσύριοι επί Σαργών ΙΙ και Σενναχειρείμ (8ος-7ος αιώνας). Οι Ασσύριοι, ακκαδικής προέλευσης, είχαν οργανώσει ένα αξιόλογο για τα δεδομένα της εποχής σύστημα επιμελητείας για την εξασφάλιση προμηθειών. Διέθεταν τεχνικό προσωπικό, το οποίο ήταν υπεύθυνο για την οδοποιΐα και τη γεφυροποιΐα και δημιούργησαν ένα εκτεταμένο δίκτυο βασιλικών δρόμων. Τα ιππήλατα τμήματά τους με την αξιοποίηση αυτού του δικτύου δρόμων και επιμελητείας μπορούσαν να καλύψουν ημερησίως αποστάσεις 50 χιλιομέτρων. Ήταν ο πιο σύγχρονος στρατός της εποχής με δυνατότητα να υποστηρίζει εκστρατείες αποστάσεων ως και 500 χιλιομέτρων. Επιπλέον, το πολεμικό τους υλικό (άρματα, άλογα, μουλάρια, όπλα, τροφές) ήταν συγκεντρωμένο σε κεντρικές αποθήκες.38 Η χρήση του άρματος διαδόθηκε και στην ελληνική χερσόνησο με τους Μυκηναίους να είναι οι πιο αξιόλογοι εισαγωγείς της νέας πολεμικής τέχνης. Το άρμα στην ομηρική εποχή δεν χρησιμεύει ως πολεμικό όπλο στη μάχη, παρά ως μεταφορικό μέσο. Το ίδιο συμβαίνει και στη Μεσοποταμία, ενώ στην Αίγυπτο και στην Κίνα χρησιμεύει ως κέντρο διοίκησης και ως τρόπος απόκτησης πλεονεκτικής θέσης αντίστοιχα39.

Η ιππική τέχνη και οι νομάδες των Αλτάι

Μετά τα μέσα της δεύτερης χιλιετίας στην Αίγυπτο υπάρχουν αναπαραστάσεις, οι οποίες δείχνουν ιππείς να κάθoνται στα καπούλια των αλόγων40. Τον 8ο αιώνα στην Ασσυρία, έχουμε απεικονίσεις πολεμιστών με τόξο στη ράχη του αλόγου. Ωστόσο, η ιππική τέχνη ήταν ήδη προηγμένη στους λαούς της στέπας. Ένας από αυτούς τους λαούς ήταν οι Σκύθες, ινδο-ευρωπαϊκής καταγωγής, οι οποίοι τον 7ο αιώνα εισέβαλαν στην Ασσυρία και σε συνεργασία με τους Κιμμέριους (άλλος λαός της στέπας), τους Μήδες και τους Βαβυλωνίους συνέβαλαν αποφασιστικά στην πτώση της πάλαι ποτέ κραταιάς ασσυριακής αυτοκρατορίας. Οι Σκύθες ήταν έφιπποι πολεμιστές και άριστοι χρήστες του σκυθικού τόξου από τη ράχη του αλόγου. Ο ιρανικός αυτός λαός ήταν προάγγελος των αλταϊκών λαών41, οι οποίοι με την παρουσία τους σφράγισαν ανεξίτηλα την ιστορία μια έκτασης από τον Ειρηνικό ωκεανό έως και τη Μεσόγειο για δύο χιλιετίες. Μυριάδες έφιπποι κατακτητές από τη στέπα άλωσαν στο πέρασμά τους πόλεις και αυτοκρατορίες στην υπερ-ήπειρο της Ευρασίας42. Κάποιοι από αυτούς αξιοποίησαν το υπάρχον σύστημα διακυβέρνησης και ενσωματώθηκαν στον τρόπο ζωής των εδραίων κοινωνιών (Βούλγαροι, Εφθαλίτες, Μογγόλοι, Σελτζούκοι, Οθωμανοί), ενώ αρκετοί μετά την αστραπιαία τους επέλαση χάθηκαν στο πέρασμα των αιώνων.

Ποιοι ήταν, όμως, οι λόγοι που συνετέλεσαν στις συνεχείς επιδρομές των καβαλάρηδων; Ένας από αυτούς σχετίζεται με τις κλιματικές συνθήκες της στέπας και τα λίγα προϊόντα που δίνει για την επιβίωση των νομάδων καθώς, επίσης, και με την ανάγκη των νομάδων να μετακινούνται συνεχώς προς εύρεση των κατάλληλων βοσκοτόπων. Οι λαοί της στέπας ήταν σε ώσμωση με τις μεγάλες αυτοκρατορίες της Μέσης Ανατολή, της Άπω Αντολής και της Μεσογείου μέσω εμπορικών ανταλλαγών, με τις οποίες μπορούσαν να φέρνουν στη στέπα τα προϊόντα των εδραίων κοινωνιών (σιτάρι)43. Ωστόσο, όταν οι εμπορικές σχέσεις δεν ευδοκιμούσαν, ξεκινούσαν σειρά κατακτήσεων για να αποσπάσουν το παραγόμενο αγροτικό πλεόνασμα των οργανωμένων κρατών. Υπό μία έννοια, ο πόλεμος για τους τουρκικούς, μογγολικούς και τουνγκουζικούς λαούς ήταν η άλλη όψη του ίδιου νομίσματος. Ήταν, δηλαδή, το εργαλείο για την απόσπαση από τις εδραίες κοινωνίες του παραγόμενου πλούτου, ο οποίος ήταν εύκολη λεία για τους «αφέντες της ιππικής τέχνης»44. Όπως, λέει, και ένα βερβερικό ρητό -με ευρεία απήχηση στους απανταχού νομάδες- «η επιδρομή είναι ο δικός μας τρόπος καλλιέργειας»45.

Η μάστιγα του Θεού

Οι Ούννοι εισήγαν στον «δυτικό κόσμο» την μαζική χρήση του αλόγου46, το οποίο «ποδοπάτησε» το μέχρι τότε ισχυρό ρωμαϊκό πεζικό. Οι πρώιμοι τούρκοι νομάδες, είχαν μια δική τους «σχολή πολέμου», αυτήν της μάχης εξ αποστάσεως με ελιγμούς, κυκλωτικές κινήσεις και εικονικές υποχωρήσεις με στόχο την παραπλάνηση και τον αιφνιδιασμό47. Αυτός ο τρόπος πολέμου, τον οποίο σχηματικά αποκαλούμε ως «ανατολικό τρόπο πολέμου» ήταν ριζικά διαφορετικός από αυτόν που κληροδότησαν οι Έλληνες στους Ρωμαίους, στον οποίον κυριαρχεί το βαρύ πεζικό και η μάχη σώμα με σώμα κατά παράταξη.

Το όνομα των Ούννων αντηχούσε για πολλούς αιώνες παρά τη σχετικά σύντομη παρουσία τους48. Η πολεμική τους δεινότητα στη χρήση του σκυθικού τόξου πάνω στο άλογο και η αστραπιαία τους ταχύτητα, τους έκανε να είναι ο φόβος και ο τρόμος για «βαρβάρους» και μη49. Για τους Ούννους ο πόλεμος ήταν μια καθημερινή δραστηριότητα. Τα bibedes bestiae50δεν είχαν καμία εμμονή με τον πόλεμο, απλώς τον έβλεπαν ως μια επικερδή επιχείρηση απέναντι στην ήδη παραπαίουσα Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Οι Ούννοι, που ήταν κτηνοτρόφοι, αντιλήφθηκαν σύντομα ότι προτιμότερο από τη βόσκηση κοπαδιών ήταν η «βόσκηση των ανθρώπων»51Γι’ αυτούς ο πόλεμος προσφέρει λάφυρα, δούλους, δώρα και φόρους σε χιλιάδες λίβρες χρυσού52. Βέβαια, οι Ούννοι δεν ήταν μονομερείς άνθρωποι. Ενδιαφέρονταν ιδιαίτερα για το εμπόριο και απαιτούσαν -ως αλλοτινοί πρόδρομοι του laissez faire- την ανοιχτή πρόσβαση στις αγορές της ρωμαϊκής επικράτειας53. Επιπλέον, πωλούσαν τις πολεμικές τους ικανότητες ως μισθοφόροι στην ανατολική και δυτική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, ενώ ταυτόχρονα η ορμητική παρουσία τους πίεζε τα γερμανικά φύλλα (Βησιγότθοι, Οστρογότθοι, Βάνδαλοι, Βουργουνδοί, κ.α.) προς τα δυτικά, τα οποία με τη σειρά τους πίεζαν την terra romana στα σύνορα του Δούναβη και του Ρήνου. Οι δολιχοκέφαλοι καβαλάρηδες ταλαιπώρησαν πολλές φορές ανατολικό και δυτικό τμήμα της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας με αποκορύφωμα τις εκστρατείες στην Κωνσταντινούπολη (447), την Ορλεάνη (451), τη γνωστή «Μάχη των Εθνών» (Καμπανία, 451) και την τελευταία εκστρατεία του Αττίλα στην Ιταλία το 452. Οι Ούννοι κατόρθωσαν να αφήσουν τόσο έντονα το στίγμα τους στην ανθρώπινη ιστορία λόγω της αναβαθμισμένης αξιοποίησης δυο προϊόντων της στέπας, του αλόγου και του σκυθικού τόξου. Το άλογο ως κυρίαρχο όπλο των Ούννων έκανε την πολεμική τους τέχνη να μοιάζει με αστραπή, καθώς μπορούσαν να διανύουν γρήγορα μεγάλες αποστάσεις χάρις στη συχνή αλλαγή αλόγων κατά τη διάρκεια μιας εκστρατείας.

Οι νομάδες της ερήμου και οι δούλοι-στρατιώτες

Η αραβική χερσόνησος προϊσλαμικά ήταν πολιτικά, οικονομικά και θρησκευτικά κατακερματισμένη. Ο νομαδικός τρόπος ζωής ήταν κυρίαρχος σε ένα μεγάλο μέρος της χερσονήσου και η φυλετική οργάνωση της κοινωνίας ήταν καθεστώς. Μοναδικές εξαιρέσεις αποτελούσαν η Arabia Felix (σημερινή Υεμένη) και το λεγόμενο «τρίο» της Αλ-Χιτζάζ (Μέκκα, Μεδίνα, Αλ-Ταϊφ). Οι περιοχές αυτές βρίσκονταν κοντά στις εμπορικές αρτηρίες που ένωναν το σύστημα της Μεσογείου με τον Ινδικό Ωκεανό. Έτσι, εκμεταλλεύτηκαν τη θέση τους και ανέπτυξαν έντονη εμπορική δραστηριότητα.54 Ο Μωάμεθ, άλλωστε, πριν γίνει ο πολιτικός-θρησκευτικός αρχαγέτης των Αράβων διαχειριζόνταν τις εμπορικές υποθέσεις τη πλούσιας χήρας Χαντίντζα, η οποία αργότερα έγινε γυναίκα του.55

Το Ισλάμ, το οποίο πρέπει να ιδωθεί ως πολιτικό κίνημα, είναι φορέας σύγκλισης των Αράβων. Το κάλεσμά του για ειρήνη μεταξύ των πιστών είναι φωνή ενότητας σε ένα χώρο τεμαχισμένο, χωρίς συνοχή και γεμάτο εσωτερικές συγκρούσεις56. Ο αραβικός μονοθεϊσμός είναι το συνεκτικό στοιχείο για τους Άραβες. Πλέον, συγκροτούνται ως υποκείμενα μιας κρατικής οντότητας (ούμμα, χαλιφάτο αργότερα), η οποία καταλύει σε μεγάλο βαθμό το προηγούμενο φυλετικό σύστημα οργάνωσης και αναδεικνύει τους Άραβες ως κυρίαρχη δύναμη στο χώρο της Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής. Αφού, σταθεροποιήθηκε το νέο καθεστώς στην αραβική χερσόνησο, οι διάδοχοι του Μωάμεθ ξεχύθηκαν πέραν της πατρώας γης και κατέκτησαν αστραπιαία τα εδάφη του Ιράκ, της Συρίας, της Παλαιστίνης και της Αιγύπτου μέσα σε μια δεκαετία (632-642). Εκμεταλλευόμενοι τη χρόνια αντιπαράθεση και την κατατριβή των μεγάλων αυτοκρατοριών της Ανατολής, Βυζαντινή και Σασσανιδική, κατόρθωσαν να τις συντρίψουν σε μια σειρά μαχών (Γιαρμούκ 636, Καντισίγια 637). Μέχρι τα μέσα του 8ου αιώνα ήλεγχαν μια  περιοχή που εκτείνεται από τα Πυρηναία και τον Άτλαντα έως τις παρυφές της Κεντρική Ασίας (σημερινό Ουζμπεκιστάν, Τουρκμενιστάν) και τις όχθες του Ινδού ποταμού. Οι Άραβες δημιούργησαν μια αχανή αυτοκρατορία ερχόμενοι σε αντιπαράθεση με μεγάλες δυνάμεις τις εποχής, τις οποίες είτε κλόνισε (Βυζάντιο, εκστρατείες) είτε τις κατέλυσε (Σασσανίδες) είτε τις περιόρισε (μάχη του Ταλάς 751 εναντίον της Κίνας των Τανγκ).

Η πολεμική τακτική των Αράβων αφομοιώνει στοιχεία της ανατολικής τέχνης πολέμου και ως εκ τούτου στηρίζεται στις επιδρομές, την παραπλάνηση, την αποφυγή της μάχης εκ του συστάδην και τα στρατηγήματα57. Ένα από τα βασικά τους όπλα είναι «το πλοίο της ερήμου», η καμήλα, η οποία πέρα από μεταφορικό μέσο χρησιμοποιείται και στον πόλεμο, καθώς η έντονη οσμή που εκλύει, προκαλεί φόβο στα άλογα της αντίπαλης παράταξης. Βέβαια, οι Άραβες ήταν γνωστοί για τα γερά και εκλεπτυσμένα άλογα τους, τα οποία, όμως, δεν βρίσκονταν σε μεγάλους αριθμούς58. Γι’ αυτό μέχρι το πεδίο της μάχης χρησιμοποιούν την καμήλα και μετά το άλογο ή πολεμούν πεζή. Επιλέγουν οχυρές θέσεις για τους τοξότες και δημιουργούν στο έδαφος εμπόδια για την προέλαση του εχθρού (khandaq)59. Φροντίζουν σχεδόν πάντα να βρίσκονται σε κοντινή απόσταση από την οικεία τους έρημο για να έχουν μια διέξοδο διαφυγής. Οι Άραβες πέρα από τα στρατιωτικά τους μέσα αξιοποιούν τη δυναμική που τους δίνει το νέο δόγμα καταφέρνουν να κερδίσουν τους κατεκτημένους πληθυσμούς μέσω της τακτικής του εξαραβισμού (mustariba). Ωστόσο, το Ισλάμ απαγόρευε ρητά τον πόλεμο μεταξύ μουσουλμάνων, ο οποίος, όμως είχε γίνει στα μέσα του 8ου αιώνα καθεστώς60. Λόγω αυτής της κατάστασης και σε συνδυασμό με το γεγονός ότι οι Άραβες ήταν μειοψηφία στα εδάφη του χαλιφάτου, άνοιξαν τα μητρώα στρατολόγησης και για τους μη Άραβες στην καταγωγή. Εκτός αυτού, ο Αββασίδης Χαλίφης αλ-Μουτάσιμ (αρχές 9ου αιώνα) εισήγαγε ένα νέο μοντέλο στρατολόγησης. Αγοράζει δούλους από τη στέπα της Κεντρική Ασίας (70.000 περίπου), οι οποίοι εκπαιδεύονται στρατιωτικά και αποτελούν πλέον τα κύρια σώματα κρούσης του χαλιφάτου (gilham)61. Κατά συνέπεια, εξασθενίζει η στρατιωτική ισχύς των Χαλιφών, οι οποίοι μεταβιβάζουν τη στρατιωτική διοίκηση στους Πέρσες (Σαμανίδες 9ος αιώνας), τους Κούρδους (Μπουγίδες, Αγιουββίδες) και κυρίως στους Τούρκους. Οι τελευταίοι με αιχμή του δόρατος του Σελτζούκους κατακτούν τη Βαγδάτη το 945 και διατηρούν τον χαλίφη ως διακοσμητικό στοιχείο. Ιδρύουν το μεγάλο κράτος των Σελτζούκων, το οποίο επί της ουσίας ελέγχει το χαλιφάτο. Άλλες τουρκικές δυναστείες που αναδείχθηκαν μέσα από το σύστημα των δούλων στρατιωτών ήταν οι Ζενκγίδες στη Συρο-Παλαιστίνη, οι Γαζναβίδες στην περιοχή του σημερινού Αφγανιστάν και τα περίφημα «Σουλτανάτα των δούλων» στην Αίγυπτο και την Ινδία (13ος-16ος αιώνας).

Το στοιχείο-κλειδί για τη χρησιμοποίηση των δούλων στρατιωτών ήταν ότι αυτοί εισάγονταν από την Κεντρική Ασία (Κιπτσάκοι, Κιρκάσιοι) και ήταν κατ’ επέκταση αποκομμένοι από την ντόπια κοινωνία και το σύστημα διακυβέρνησης. Άρα, χωρίς ρίζες στον κρατικό μηχανισμό δεν είχαν τη δυνατότητα να σφετεριστούν την εξουσία. Αρχικά, ήταν όργανα απόλυτης εμπιστοσύνης στον εκάστοτε Αγιουβίδη ηγεμόνα, τα οποία συνέβαλαν στη διατήρηση της εξουσίας του. Οι Μαμελούκοι ήταν δεινοί πολεμιστές και εκπαιδεύονταν σκληρά από τη νεαρή τους ηλικία. Η furusiyya ήταν το ένα σύστημα εκπαίδευσης που στόχευε στην οργανωμένη χρήση των βασικών πολεμικών προϊόντων της στέπας, του αλόγου και του τόξου. Οι σκλάβοι-στρατιώτες εκπαιδεύονταν στην συνδυασμένη ιππική τέχνη με τη χρήση τόξου και λόγχης. Ήταν μια πολεμική μηχανή, έτοιμη να καταβάλει οποιoνδήποτε εχθρό είτε εξ ανατολών είτε εκ δυσμών. Συνέτριψε τους μέχρι τότε ανίκητους Μογγόλους στην περίφημη μάχη της Αιν Τζαλούτ62 (1260), ενώ εξάλειψε και την τελευταία σταυροφορική εστία το 1291 στην Άκρα. Η δυναμική αυτής της στρατιωτικής κάστας, την έκανε να συνειδητοποιήσει τη σημασία της. Γι’ αυτό, το 1261 ανέτρεψαν την εξουσία του τελευταίου Αγιουβίδη σουλτάνου και εγκατέστησαν το δικό τους στρατοκρατικό καθεστώς μέχρι το 151763.

Οι Μαμελούκοι ηττήθηκαν από ένα άλλον λαό της στέπας, τους Οθωμανούς, οι οποίοι ως άριστοι ιπποτοξότες έφεραν μαζί τους και ένα νέο όπλο, την πυρίτιδα. Ο οθωμανικός στρατός ήταν ίσως το καλύτερο στρατιωτικό μοντέλο της εποχής, το οποίο συνδύαζε την ιππική τέχνη (προϊόν της Ανατολής) με τα πυροβόλα όπλα και το πειθαρχημένο πεζικό (προϊόν της Δύσης64). Το υβριδικό μοντέλο των Οθωμανών δεν κατήργησε το καθεστώς των δούλων-στρατιωτών, αλλά το συνέχισε κάνοντάς το συστατικό στοιχείο της πολιτικής του οργάνωσης. Το παιδομάζωμα (devsirme) προσέφερε από όλη την αυτοκρατορία τους δούλους (kapikulu), οι οποίοι στελέχωναν τις ανώτερες θέσεις του στρατιωτικού (yeniceri) και διοικητικού μηχανισμού65. Το καθεστώς των Μαμελούκων καταλύθηκε στην Αίγυπτο, από τον Καβαλιώτη Μουχάμεντ Άλυ το 1811, ο οποίος ήταν φορέας δυτικών μεταρρυθμίσεων στον στρατό και τη διοίκηση. Τα αποτελέσματά τους τα βίωσε στο έπακρο η ελληνική επανάσταση το 1824-1827 και η παρηκμασμένη οθωμανική αυτοκρατορία στους αιγυπτο-οθωμανικούς πολέμους (1831-1833, 1839-1841).

Η Pax Mongolica

Οι Μογγόλοι, ένας νομαδικός λαός, κατάφεραν να κυριαρχήσουν στο μεγαλύτερο μέρος της μάζας της Ευρασίας. Δημιούργησαν μια αυτοκρατορία -τη δεύτερη μεγαλύτερη σε έκταση όλων των εποχών-, η οποία περιελάμβανε την Κίνα, την Κορέα, το Θιβέτ, την Κεντρική Ασία, την Περσία, την Χωρεσμία, τον Καύκασο, την Ανατολία, τα Ρωσικά Πριγκιπάτα και την Ανατολική Ευρώπη. Πώς όμως κατάφεραν οι ολιγάριθμοι κτηνοτρόφοι της Μογγολίας κατόρθωσαν να κυριαρχήσουν πάνω σε δυνάμεις με μακραίωνη ιστορική παρουσία; Οι λόγοι οφείλονται σε μεγάλο βαθμό στις μεταρρυθμίσεις του Τεμούτζιν, του μετέπειτα Μεγάλου Χάνου (Ginghiz Khan). O Tεμούτζιν αντιλήφθηκε τη δυναμική των Μογγόλων, οι οποίοι όπως και οι Τούρκοι, χρησιμοποιούνταν από τις δυναστείες της Κίνας ως πολεμική εμπροσθοφυλακή. Οι Κινέζοι μέσω ενός συστήματος δώρων, χρηματικών επιδοτήσεων και γάμων αξιοποιούσαν πολιτικά-στρατιωτικά ορισμένες μογγολικές ή τουρκικές φυλές απέναντι σε άλλες φυλές ίδιας καταγωγής.66 Αυτός ο κατακερματισμός δυνάμεων, τους έκανε ανίσχυρους και εύκολα χειραγωγήσιμους. Έτσι, ο Τσένγκις Χαν με μια σειρά μέτρων, αφού πρώτα κυριάρχησε στις ενδοφυλετικές συγκρούσεις, κατήργησε το φυλετικό σύστημα και δημιούργησε ένα υπερφυλετικό σύστημα, στο οποίο τα στρατιωτικά αξιώματα δίνονταν όχι με βάση την καταγωγή, αλλά με βάση την αξία του καθενός στη μάχη67. Οι περισσότερες από τις αλλαγές του συμπυκνώθηκαν στον ανώτατο κώδικα νόμων (Υasa), ο οποίος μεταξύ άλλων ποινικοποιούσε τη μοιχεία (λόγος ενδοφυλετικών συγκρούσεων), επέβαλλε τον διαμοιρασμό των λαφύρων και απαγόρευε την εγκατάλειψη των συντρόφων στη μάχη68. Το νέο σύστημα δημιούργησε έναν πειθαρχημένο και καλά εκπαιδευμένο στρατό69.

Τα βασικά όπλα των Μογγόλων ήταν ίδια με αυτά που ανέδειξαν του Ούννους, τους Αβάρους, τους Μαγυάρους, τους Σελτζούκους, τους Μαμελούκους και άλλους λαούς της στέπας (τόξο και άλογο). Όπως και οι Ούννοι, έτσι και οι Μογγόλοι ιππείς έφεραν μαζί τους τέσσερα άλογα, γεγονός που του επέτρεπε να διασχίζουν πολλά χιλιόμετρα την ημέρα70. Η σύνθεση του στρατού αποτελούνταν κατά κύριο λόγο από ιππείς-τοξότες, αλλά και ιππείς- λογχοφόρους (θωρακισμένους και ελαφρούς). Ο μογγολικός στρατός ήταν οργανωμένος με βάση το δεκαδικό σύστημα71, στην κορυφή του οποίου βρισκόταν το tumen (10.000 στρατιώτες), ενώ παράλληλα υπήρχε το keshig (10.000), το οποίο ήταν η προσωπική φρουρά του Χάνου. Η μογγολική κοινωνία ήταν μια κοινωνία υπό τα όπλα, καθώς κάθε αρτιμελής Μογγόλος είχε στρατιωτικό καθήκον απέναντι στον Χάνο. Αυτό φαίνεται και από την εκπαίδευση που ξεκινούσε από την ηλικία των 3 ετών72. Εκτός του ιππικού, διέθεταν μονάδες πυροβολικού και μηχανικού, που τις συνέθεταν Κινέζοι. Γενικά, οι Μογγόλοι δεν άφηναν τίποτε στην τύχη. Είχαν μια κεντρική υπηρεσία σχεδιασμού, η οποία συνέλεγε πληροφορίες για τον εχθρό και το επικείμενο πεδίο μάχης, και ένα σύστημα διαταγών που βασιζόταν σε χρωματιστές σημαίες την ημέρα και σε φανούς τη νύχτα73. Ο τρόπος πολέμου ήταν ο κλασικός της στέπας: ελιγμοί με στόχο την πλαγιoκόπηση και περικύκλωση του εχθρού, βροχή από βέλη για τη διάσπαση της συνοχής του αντίπαλου στρατού και εικονικές υποχωρήσεις με σκοπό να παρασύρουν τον εχθρό σε παγίδα και να τον εξοντώσουν. Αρκετές φορές χρησιμοποιούσαν αιχμαλώτους ως ανθρώπινη ασπίδα στις μάχες, ενώ το 1346 δε δίστασαν να μολύνουν τα πηγάδια στα περίχωρα του πολιορκούμενου Κάφφα (Χερσόνησος της Κριμαίας) με νεκρούς Μογγόλους που είχαν πληγεί από την πανώλη74. Οι Μογγόλοι μπορούν να θεωρηθούν ακόμη εισηγητές του ψυχολογικού πολέμου, καθώς χάριζαν τη ζωή σε αυτούς που παραδίδονταν αμαχητί και συνέτριβαν αυτούς που τους αντιστέκονταν. Αυτή η βιαιότητα λειτουργούσε αποτρεπτικά για οποιαδήποτε διάθεση αντίστασης.

Η κυριαρχία των Μογγόλων από τις πεδιάδες της Ανατολικής Ευρώπης μέχρι τη Σινική Θάλασσα ήταν ο βασικός παράγοντας σύνδεσης για πρώτη φορά σε παγκόσμια κλίμακα κοινωνιών με διαφορετικούς τρόπους παραγωγής και πολιτισμούς. Έφερε για πρώτη φορά σε επαφή τον φορο-εισπρακτικό ασιατικό μοντέλο, το νομαδικό της κεντρικής Ασίας και το φεουδαλικό της Δυτικής Ευρώπης75. Οι Μογγόλοι άνοιξαν τις πόρτες της Ανατολής και έδωσαν πρόσβαση στους «Δυτικούς» στα εξεζητημένα προϊόντα της Ανατολικής Ασίας. Η ενοποίηση της Ευρασίας υπό μια διοικητική μονάδα διευκόλυνε τις εμπορικές αποστολές των Γενοβέζων και των Βενετών προς τις πόλεις της Κεντρικής Ασίας και της Κίνας. Οι Μογγόλοι, ως αναβαθμισμένο μοντέλο των Ούννων, δημιούργησαν συνθήκες για την ελεύθερη ανταλλαγή προϊόντων διασφαλίζοντας τις εμπορικές οδούς στο Δρόμο του Μεταξιού, μειώνοντας τα κόστη μεταφοράς και δίνοντας εγγυήσεις ασφαλούς διέλευσης στους Ευρωπαίους εμπόρους76. Για πρώτη φορά, ο κόσμος έγινε πιο μεγάλος στα μάτια των τότε ανθρώπων, αλλά ταυτόχρονα πιο προσιτός και ανοιχτός. Οι Μογγόλοι σε αυτόν τον πρώιμα «παγκοσμιοποιημένο κόσμο» ήταν συνδετικός κρίκος77.

V. Ο δυτικός τρόπος πολέμου μυρίζει μπαρούτι

Οι απαρχές του δυτικού τρόπου πολέμου

Πόλις και φάλαγξ είναι δυο λέξεις εννοιολογικά και πρακτικά δίδυμες. Γενικά, είναι δύσκολο να εντοπίσουμε χρονολογικά με ακρίβεια την περίοδο στερέωσης του νέου πολιτικού συστήματος78, το οποίο με τη σειρά του επέφερε αλλαγές και στην στρατιωτική οργάνωση79. Πολύ πιθανό στο τέλος των σκοτεινών αιώνων (8ος αιώνας) να υπήρξε μια δημογραφική αύξηση80, η οποία με τη σειρά της έδωσε ώθηση στην εντατική καλλιέργεια της γης με την εισαγωγή μεθόδων που συνέβαλαν στον αύξηση των καλλιεργούμενων εκτάσεων έναντι της κτηνοτροφίας81. Μέσα από αυτήν τη διαδικασία αναδύθηκε μια νέα τάξη μεσαίων καλλιεργητών, οι οποίοι αποτέλεσαν τον πυρήνα της πόλεως- κράτους. Επρόκειτο για μια κοινωνική ομάδα με δική της αγροτική ιδιοκτησία (περ. 30-50 στρέμματα82), η προστασία της οποίας αποτελούσε κοινό συμφέρον. Αυτή η υπόθεση αποτέλεσε και τη βάση για το νέο τρόπο πολιτικής οργάνωσης, την πόλιν, η οποία μέσω των θεσμών της (Εκκλησία του Δήμου, Βουλή των 500, Δικαστήρια της Ηλιαίας) διαχειριζόταν τις κοινές υποθέσεις. Η νέα αυτή αγροτική τάξη, γνωστή και ως μέσοι ή ζευγίτες, αποτέλεσε το υποστύλωμα της νέας πολιτειακής οργάνωσης και ταυτόχρονα το βασικό σώμα προστασίας της. Ο στρατιωτικός φορέας ήταν η οπλιτική φάλαγγα και οι πολίτες σε περιόδους απειλής ή επέκτασης του status quo μετατρέπονταν σε οπλίτες. Το ὅπλον (ασπίδα), αποτελούσε το βασικό όπλο το οποίο προστάτευε τον δεξιό συμπολεμιστή στην παράταξη (κοινή υπόθεση η προστασία της πόλης και της αγροτικής ιδιοκτησίας) με αποτέλεσμα ο οπλίτης που βρισκόταν στο δεξιό άκρο κάθε στίχου της φάλαγγας να μένει απροστάτευτος. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την τάση της φάλαγγας να κινείται ελαφρώς προς τα δεξιά και να εξέχει της αντίπαλης αριστερής πτέρυγας, ούτως ώστε να μην εκτίθεται το απροστάτευτο δεξιό άκρο της83. Πέραν του ὅπλου, άλλα όπλα ήταν το δόρυ, το σπαθί, η περικεφαλαία, ο θώρακας, η εξάρτυση και οι περικνημίδες. Αυτόν τον οπλισμό δεν μπορούσε να τον διαθέσει ο κάθε άντρας, καθώς απαιτούσε πόρους που τους διέθεταν οι ανώτερες και οι μεσαίες τάξεις84. Άρα η ιδιότητα του πολίτη και της μαχόμενης προέκτασής του (οπλίτης) είναι υπόθεση μόνο των ιδιοκτητριών τάξεων, οι οποίες από το εισόδημά τους πληρώνουν τον οπλισμό τους85.

Η φάλαγγα μάχεται κατά παράταξη και είναι οργανωμένη κατά στοίχους (σειρές), οι οποίοι κυμαίνονται από 8 έως και 50. Η αίσθηση που έδινε αυτή η πυκνή, γραμμική διάταξη ήταν αυτή ενός αδιαπέραστου τείχους από ασπίδες και δόρατα. Βασική τελετουργία πριν τη μάχη ήταν η προσφορά θυσίας (σφάγια) στους θεούς86. Μετά τις θυσίες, οι δυο παρατάξεις βάδιζαν η μία εναντίον της άλλης -συνήθως με γοργό βηματισμό στα τελευταία 130 μέτρα- και κατά τη συμπλοκή λάμβανε χώρα ο ωθισμός, το πιο σημαντικό μέρος της μάχης87. Οι πρώτοι στοίχοι της φάλαγγας ωθούνταν από τους πίσω με στόχο να διασπάσουν την αντίπαλη φάλαγγα. Μόλις γινόταν αυτό, η αντίπαλη παράταξη συνήθως τρεπόταν σε φυγή. Αυτή η τακτική, αν και ήταν πολύ βίαια, δεν άφηνε πολλά θύματα88, καθώς η νικήτρια παράταξη δεν κατεδίωκε τον εχθρό λόγω της βαριάς πανοπλίας (35 κιλά περίπου)89. Ο τρόπος πολέμου των οπλιτών φαίνεται παράδοξος και αρκετά βίαιος στους Πέρσες90, καθώς η μάχη γίνεται με βάση τα αχγέμαχα όπλα (μάχη σώμα με σώμα) και όχι με τα εκηβόλα (μάχη εξ αποστάσεως) που είναι ο τρόπος πολέμου της Ανατολής και των Περσών. Κατά τον μελετητή της στρατιωτικής ιστορίας της αρχαίας Ελλάδα, Hanson, ο λόγος της βιαιότητας αυτής πρέπει να αναζητηθεί στο πλαίσιο της «αποφασιστικής μάχης», συστατικό στοιχείο της οποίας είναι η όσο το δυνατόν πιο σύντομη μάχη-εκστρατεία. Αυτό οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στο κοινωνικό status του οπλίτη, ο οποίος δεν παύει να είναι ένας αγρότης-ιδιοκτήτης υπό τα όπλα. Γενικά, όταν ένας στρατός εισέβαλε σε μια εχθρική επικράτεια στόχευε τις αγροτικές της εκτάσεις, ούτως ώστε να στερήσει από τον εχθρό τα απαραίτητα εφόδια για μια άμυνα εντός των τειχών και να τον παρασύρει, έτσι, σε μια μάχη κατά παράταξη. Η ανάγκη προστασίας της αγροτικής ιδιοκτησίας συνδέεται άμεσα με την επιβίωση της πόλης και του κοινωνικού status του κτηματία, του οποίου η περιουσία του δίνει τη δυνατότητα να φέρει οπλισμό και να προστατεύει με αυτόν τον τρόπο τα ταυτιζόμενα συμφέροντα των πολιτών-οπλιτών. Οι εκστρατείες αυτές ήταν σύντομες και γίνονταν συνήθως Μάϊο με Ιούνιο, πριν τον θερισμό, καθώς τότε τα σταροχώραφα είναι ξερά και κατ΄ επέκταση πιο εύκολο να καούν από την εχθρική δύναμη. Επίσης, η περίοδος αυτή είναι ιδανική για τους επιτιθέμενους, καθώς οι εντατικές εργασίες του θερισμού στην πατρίδα τους δεν έχουν ξεκινήσει.91 Μετά από αυτήν την περίοδο σπάνια γίνονται πολεμικές επιχειρήσεις, καθώς καμία αγροτική κοινωνία δεν μπορεί να αφήσει ανεκμετάλλευτο το «προϊόν» που τη θρέφει βιολογικά, πολιτικά και στρατιωτικά.

Η αντιπαράθεση με τους Πέρσες στις αρχές του 5ου αιώνα ανάγκασε τις ελληνικές πόλεις και κυρίως την Αθήνα να δημιουργήσουν ισχυρό ναυτικό. Οι τριήρεις είχαν ανάγκη από ένα μεγάλο ανθρώπινο πλεόνασμα για την κωπηλασία και τη ναυσιπλοΐα. Οι οπλίτες δεν μπορούσαν να στελεχώσουν αυτές τις θέσεις λόγω του περιορισμένου αριθμού τους. Έτσι, λοιπόν, έγινε μια κοινωνική σύμβαση στα πλαίσια της πόλης, η οποία επέκτεινε το δικαίωμα του πολίτη -ως προς το εκλέγειν και όχι ως προς το εκλέγεσθαι- στους ακτήμονες, τους θῆτες. Η Αθήνα μετά την ήττα των Περσών (479) αναδείχθηκε ως κύρια δύναμη του ελληνικού κόσμου με ένα ισχυρό ναυτικό που ανέδειξε την Αθήνα σε εμπορική δύναμη. Ο πλουτισμός από το εμπόριο συνέβαλε στον εκχρηματισμό της οικονομίας και διατάραξε τις κοινωνικές ισορροπίες. Πλέον, το χρήμα έγινε το μέτρο της πολιτικής-στρατιωτικής ισχύος με αποτέλεσμα τη σταδιακή υποβάθμιση του ρόλου της έγγειας ιδιοκτησίας92. Με το χρήμα νοικιάζονται μισθοφόροι93 από την περιφέρεια του ελλαδικού χώρου (Θράκες «ψιλοί», θεσσαλικό ιππικό), οι οποίοι αρχίζουν να ισορροπούν αριθμητικά με το «συντεχνιακό» σώμα των οπλιτών-πολιτών94. Τέλος, η φάλαγγα ήταν ένας άκαμπτος σχηματισμός με αδυναμία προσαρμογής σε ιδιαίτερες συνθήκες και συνδυασμού διαφορετικών όπλων.

Η φάλαγγα συνεχίζει να είναι ένα σημαντικό εργαλείο, αλλά όχι το πιο σημαντικό. Αυτό φαίνεται από τις τροποποιήσεις του Θηβαίου στρατηγού Επαμεινώνδα αλλά κυρίως και από την άνοδο του μακεδονικού ιππικού, το οποίο στελεχώνουν οι γόνοι των σημαντικότερων αριστοκρατικών οικογενειών του μακεδονικού βασιλείου. Οι Μακεδόνες επί Φιλίππου Β΄ κατόρθωσαν να αναδειχθούν σε κυρίαρχη δύναμη, η οποία ενοποίησε τον ελλαδικό χώρο -πλην Λακεδαιμονίων- για πρώτη φορά. Ο στρατός των Μακεδόνων αποτελούταν από το μακεδονικό βαρύ ιππικό (εταίροι), τους πεζεταίρους με ένα δόρυ 6 μέτρων (σάρισα) και μια πιο μικρή ασπίδα, που συγκροτούσαν τη μακεδονική φάλαγγα, και τους ψιλούς (τοξότες, πελταστές). Στον μακεδονικό στρατό του Αλεξάνδρου, που συνέτριψε τον κατά αρκετές φορές μεγαλύτερο περσικό στρατό, το κυρίαρχο όπλο δεν είναι η φάλαγγα, αλλά το μακεδονικό ιππικό . Η φάλαγγα είναι όπλο κυρίως αμυντικό, συμπαγές με στόχο την καθήλωση του εχθρού, ούτως ώστε το ιππικό, το όπλο της αριστοκρατίας, να έρθει και να αποτελειώσει με δυναμική έφοδο τον αντίπαλο. Επί της ουσίας, φτιάχνεται ένα πολεμικό σκηνικό, στο οποίο το βαρύ πεζικό και οι ψιλοί παίζουν ρόλο δευτεραγωνιστή με σκοπό να προετοιμάσουν το έδαφος για τη δυναμική είσοδο του πρωταγωνιστή, ο οποίος δεν είναι άλλος παρά το ιππικό95. Μην ξεχνάμε, άλλωστε, ότι ο Αλέξανδρος, ως primus inter pares, ηγείται του ιππικού, το οποίο δίνει το αποφασιστικό χτύπημα στις καθοριστικές μάχες εναντίον των Περσών (Γρανικός, Ισσός, Γαυγάμηλα).

Μια οικουμενική πόλη και η ανατολική της συνέχεια

Αυτό που διαφοροποιεί σε μεγάλο βαθμό τη Ρώμη από την Αθήνα και τη Σπάρτη είναι η ικανότητά της να ενσωματώνει -έστω σταδιακά- τους πληθυσμούς που κατακτά στο πολιτικό της σύστημα και στο στράτευμα96. Αρχικά, τη δυνατότητα στρατιωτικής υπηρεσίας δεν την είχαν όλοι οι Ρωμαίοι πολίτες, αλλά μόνο όσοι διέθεταν έγγεια ιδιοκτησία. Ο στρατός στελεχωνόνταν από εθελοντές (dilectus), αλλά αυτό σταδιακά άρχισε να αλλάζει μετά τα μέσα του 4ου αιώνα με την καταβολή μισθού (census) για την κάλυψη του εξοπλισμού. Αυτό οφείλεται στην ανάγκη για περισσότερο στρατεύσιμο ανθρώπινο δυναμικό λόγω των κατακτητικών πολέμων στην Ιταλία. Έτσι, έγινε ένα μικρό άνοιγμα στους φτωχούς αγρότες, οι οποίοι εποίκιζαν τις νεότευκτες αποικίες (coloniae) στην ιταλική χερσόνησο καθώς και στους κατοίκους των συμμαχικών πόλεων της Ρώμης97. Κατά τους Καρχηδονιακούς Πολέμους, ο στρατός έγινε ακόμη πιο ανοιχτός προς τα κατώτερα στρώματα. Αποκορύφωμα αυτής διεύρυνσης του στρατιωτικού σώματος ήταν οι μεταρρυθμίσεις του Γάιου Μάριου, ο οποίος έδωσε τη δυνατότητα στους ακτήμονες να ενταχθούν στον στρατό. Πριν δούμε, όμως, τις προεκτάσεις των αλλαγών αυτών, είναι χρήσιμο να ανατρέξουμε στην πρώιμη ρωμαϊκή στρατιωτική οργάνωση.

Ο ρωμαϊκός στρατός ήταν αρχικά οργανωμένος κατά τα πρότυπα της ελληνικής φάλαγγας λόγω της επιρροής των ελληνικών πόλεων της Ν. Ιταλίας και Σικελίας. Ωστόσο, οι στρατιωτικές συγκρούσεις της Ρώμης με τους Γαλάτες και τους Σαμνίτες επέβαλλαν τη στρατιωτική αναδιοργάνωση, ούτως ώστε ο ρωμαϊκός στρατός να προσαρμοστεί απέναντι στους χαλαρούς σχηματισμούς των νέων εχθρών. Ο πυρήνας του στρατού είναι οι σπείρες, (manipulus), οι οποίες διοικούνται από τον εκατόνταρχο (centurion) και αποτελούν τον πυρήνα της λεγεώνας. O ρωμαϊκός στρατός τον 4ο αιώνα αποτελούταν από τέσσερεις διακριτές τάξεις πεζικού με βάση την ηλικία και την κοινωνική τάξη: τους velites (ελαφρώς θωρακισμένοι ακροβολιστές), τους hastati (οι πιο νέοι στρατιώτες, στην πρώτη γραμμή του βαρύ πεζικού), οι principes (οι καλύτεροι βετεράνοι, στη δεύτερη γραμμή) και οι triarii (οι πιο έμπειροι βετεράνοι, στην τρίτη γραμμή). Αυτές οι τάξεις ήταν οργανωμένες κατά έναν τρόπο που τους έδινε περισσότερη ελευθερία κινήσεων στη μάχη και αυξημένες δυνατότητες προσαρμογής σε διαφορετικούς τύπους στρατών και πολεμικών πεδίων98. Κάθε λεγεώνα πλαισιωνόταν από ελαφρύ πεζικό και ιππικό και αριθμούσε 4000 άνδρες περίπου. Συνοδευόταν από παρόμοια οργανωμένη συμμαχική λεγεώνα με διπλάσιους ιππείς. Δυο ρωμαϊκές και δυο συμμαχικές λεγεώνες συνιστούσαν έναν υπατικό στρατό. Τέλος, τα βασικά όπλα της λεγεώνας δεν ήταν το δόρυ και η κλασική ωοειδής ασπίδας της φάλαγγας, αλλά το pilum (βαρύ ακόντιο), το οποίο εκτοξευόταν στον εχθρό, το gladius (κοντό σπαθί) για τη μάχη σώμα με σώμα και η ορθογώνια, ημικυκλική ασπίδα (scutum)99.

Ο Μάριος, ωστόσο, προέβη σε αλλαγές στις αρχές του 1ου αιώνα π. Χ. Τα πολεμικά μέτωπα εναντίον του Ιουγούρθα στην Αφρική και των Κίμβρων και των Τευτόνων στην Ευρώπη ανέδειξαν ως νικητή τον Μάριο, ο οποίος λόγω των εκτεταμένων πολεμικών συγκρούσεων θεώρησε αναγκαίο το άνοιγμα του στρατού στους ακτήμονες, (capite censi). Στους νέους στρατιώτες δίνεται μισθός (census) και η υπόσχεση για παροχή γης με το τέλος της μακρόχρονης στρατιωτικής τους θητείας, ενώ ταυτόχρονα γίνονται προσπάθειες για την απόνομή του τίτλου του Ρωμαίου πολίτη στους Ιταλούς συμμάχους. Πλέον, ο στρατός μετατρέπεται από στρατός-πολιτών σε επαγγελματικό στρατό με διαφοροποιημένη οργάνωση. Καταργούνται οι διαφορετικές τάξεις του πεζικού με την ομοιογενοποίηση του οπλισμού του και ενοποιούνται σε μία βασική μονάδα, την κοόρτη (10 κοόρτες συγκροτούν μια λεγεώνα). Η διάταξη του μετώπου της λεγεώνας συρρικνώνεται (Μarian legion), χωρίς όμως να χάνει σε μεγάλο βαθμό την προηγούμενη ευελιξία της100. Οι μεταρρυθμίσεις είχαν ως συνέπεια -πέρα από μια σειρά εμφυλίων πολέμων- τη δημιουργία μιας παράδοσης πιστών λεγεώνων στους εκάστοτε υπάτους (Μάριος, Κράσσος, Πομπήιος, Ιούλιος Καίσαρας), οι οποίοι με τους «προσωπικούς» τους στρατούς απειλούσαν τα συμφέροντα της συγκλητικής τάξης.

Ο Οκταβιανός Αύγουστος μείωσε τον στρατό από μισό εκατομμύριο, που είχε φτάσει στο τέλος του εμφυλίου πολέμου (31. π.Χ.), σε 300.000 στρατιώτες (28 λεγεώνες), οι οποίοι κατανεμήθηκαν στα limes του Ρήνου, του Δούναβη, της Συρίας και της Αφρικής.101 Ενίσχυσε την προσωπική του εξουσία με την εγκατάσταση τηςπραιτοριανής φρουράς στην πρωτεύουσα και με τον αυτοδιορισμό του ως proconsul στις περισσότερες επαρχίες. Πιστός στην πολιτική του Μάριου κατήργησε την υποχρεωτική επιστράτευση και έκανε επίσημα τον στρατό επαγγελματικό. Αντάμοιβε τους βετεράνους με σύνταξη και παραχώρηση γης στην επικράτεια της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και αναβάθμισε τον ρόλο των βοηθητικών στρατευμάτων, οι στρατιώτες των οποίων μετά την αποστράτευσή τους λάμβαναν το τίτλο του ρωμαίου πολίτη102. Οι ρωμαϊκές λεγεώνες, πλέον, συνέθεταν έναν στρατό πολυεθνοτικό103.

Η ρωμαϊκή λεγεώνα ήταν μια πόλη εν κινήσει. Διέθετε τμήματα μηχανικών, τεχνιτών104, τα οποία μέσα σε μια μέρα μπορούσαν να στήσουν ένα οχυρωμένο στρατόπεδο (castrum). Αυτό ήταν μια μικρή αναπαράσταση της Ρώμης με τους δυο κεντρικούς δρόμους (cardo και decumanus maximus) και το διοικητήριο στο κέντρο του στρατοπέδου. Ολόγυρα αρθρώνονταν τα «πολεμικά καταστήματα» (οπλουργοί, πεταλωτές, τεχνίτες, σιτιστές, κ.α.) μέσα σε ένα καναβωτό πολεoδομικό σχήμα (βλ. Παράρτημα, Εικόνα 3). Το λάβαρο της Ρώμης και κατά συνέπεια η ίδια η ιδέα της Ρώμης ήταν πανταχού παρούσα από το Αδριάνειο Τείχος της Βρετανίας μέχρι τα limes της Συρίας. Τα castra αυτά στις εσχατιές της αυτοκρατορίας έγιναν σχεδόν μόνιμος τόπος διαμονής των λεγεώνων για αρκετά χρόνια. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι πολλές από αυτές εξελίχθηκαν σε ρωμαϊκές πόλεις, τις οποίες επάνδρωναν οι βετεράνοι με τις οικογένειές τους (Κολωνία, Λάνκαστερ, Κλουζ, Θαμούγαδις κ.α.) 105. Επί της ουσίας, κάθε λεγεώνα ήταν μια «μικρή Ρώμη» με στρατιωτικές και πολιτικές εξουσίες στην περιοχή δικαιοδοσίας της.

O Διοκλητιανός106 αρχικά και στη συνέχεια ο Μ. Κωνσταντίνος προέβησαν σε στρατιωτική αναδιοργάνωση. Αποδυνάμωσαν το ρόλο των ρωμαϊκών λεγεώνων και τις απέσυραν από το κυρίως πεδίο δράσης τους, τα σύνορα. Αυτές εντάσσονταν στις κεντρικές μονάδες εφεδρειών του πεζικού (comitatenses). H φύλαξη των συνόρων γίνεται, πλέον, υπόθεση των limitanei, οι οποίοι δε διαθέτουν ούτε τον βαρύ οπλισμό ούτε τις στρατιωτικές ικανότητες των λεγεώνων, καθώς είναι κατά κύριο λόγο αγρότες με ελάχιστη στρατιωτική εκπαίδευση. Αντίθετα, ο ρόλος του ιππικού (scholae) ενισχύεται ίσως λόγω της ανάγκης αντιμετώπισης των Ούννων ιππέων, του γερμανικού ιππικού και περσικού ιππικού (κατάφρακτοι) στην Ανατολή107. Παράλληλα, ο ρωμαϊκός στρατός «εκβαρβαρίζεται». Ο Αέτιος, στρατηγός του δυτικού τμήματος της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας -γνωστός και ως ο τελευταίος των Ρωμαίων- πλαισιώνει τον στρατό του από Ούννους και Τεύτονες108. Αποκορύφωμα του «εκβαρβαρισμού» ήταν η απόφαση του Θεοδοσίου του Α΄ να επιτρέψει την εγκατάσταση των Βησιγότθων στην Κάτω Μοισία και των Οστρογότθων στην Πανονία. Σε αντάλλαγμα οι Γότθοι, ως ομόσπονδοι σύμμαχοι (foederati) του αυτοκράτορα, πολεμούν για την προστασία των συνόρων της αυτοκρατορίας απέναντι σε άλλους γερμανικούς λαούς. Ωστόσο, σταδιακά, οι αρχηγοί των γερμανικών λαών που εγκαθίστανται εντός των συνόρων της αυτοκρατορίας αποκτούν τέτοια ισχύ στο ρωμαϊκό στράτευμα, που πλέον, η διοίκησή του είναι υπόθεση γερμανική109.

Το ανατολικό σκέλος της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας με έδρα την Κωνσταντινούπολη διατηρήθηκε παρά τους ισχυρούς εχθρούς σε όλα τα μέτωπα (γερμανικά φύλα, Ούννοι, Πέρσες). Εδώ, η κεντρική εξουσία παρέμενε σχετικά πιο σταθερή και είχε υπό τον έλεγχό της τις πλούσιες περιοχές της Αιγύπτου, της Συρο-Παλαιστίνης και της Ανατολίας. Οι πόροι από αυτές τις περιοχές μπορούσαν να συντηρήσουν ένα στράτευμα αρκετά ικανό για την προσπάθεια ανάκτησης περιοχών του δυτικού τμήματος της αυτοκρατορίας. Η προσπάθεια αυτή ξεκίνησε με την «Reconquista» του Ιουστινιανού, η οποία είχε ως αποτέλεσμα την επανάκτηση της Ιταλίας, καθώς και περιοχών της Βόρειας Αφρικής και της Ανατολικής Ισπανίας. Οι στρατηγοί του Ιουστινιανού, κατατρόπωσαν τους Γότθους, τους Βανδάλους και τους Βησιγότθους. Αιχμή του δόρατος στις εκστρατείες του Βελισσαρίου ήταν το ιππικό, από το οποίο ξεχώρισε το εκλεκτό σώμα των Βουκελαρίων. Το σώμα αυτό επηρεασμένο από την ιππική τέχνη των νομάδων (Αβάροι) και των Περσών συνδυάζει τεχνικές ελαφρού ιππικού με χρήση τόξων (ιπποτοξότες) και βαριού πεζικού με χρήση λόγχης110. Την επιθετική πολιτική του Ιουστινιανού συνεχίζει ο Ηράκλειος, ο οποίος ξεκινά μια σειρά επιτυχημένων εκστρατειών εναντίον των Περσών, οι οποίοι είχαν καταλάβει τις περιοχές της Συρο-Παλαιστίνης και της Αιγύπτου στις αρχές του 7ου αιώνα. Στους πολέμους αυτούς εισάγεται για πρώτη φορά από πλευράς Βυζαντινών η έννοια του ιερού πολέμου, την οποία θα τη δούμε τροποποιημένη πολύ σύντομα στους Άραβες και στις Σταυροφορίες μισό αιώνα αργότερα.

Η αραβική κατάκτηση των πλούσιων περιοχών της Αιγύπτου και της Συρο-Παλαιστίνης μείωσε δραματικά τους διαθέσιμους πόρους του Βυζαντίου111. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την αδυναμία χρηματοδότησης ενός στρατού στα πρότυπα της «Ιουστινιάνειας Εποχής» και την αναδιοργάνωση του στρατού με βάση τα θέματα112.Ο θεματικός στρατός ήταν περιορισμένων δυνατοτήτων. Είχε ως βάση του τις ανατολικές επαρχίες, οι οποίες αποτελούσαν δεξαμενές στρατολόγησης. Οι στρατιώτες ήταν αγρότες οι οποίοι συγκροτούσαν το πεζικό και ως αντάλλαγμα για την στρατιωτική υπηρεσία τους παραχωρούνταν κλήροι γης. Δεν ήταν βαριά οπλισμένοι, αλλά αποτελούσαν την κύρια μάζα του στρατού. Το ιππικό, αν και σε μικρούς αριθμούς, ήταν καλύτερα εξοπλισμένο, καθώς στελεχωνόταν από τους μεσαίους γαιοκτήμονες, οι οποίοι μπορούσαν να πληρώνουν τον οπλισμό τους και τη συντήρηση του αλόγου. Γενικά, ο θεματικός στρατός είναι αμυντικός και έχει ως στόχο να προστατέψει τις περιοχές της Μ. Ασίας από τις επιθέσεις των υπέρτερων αραβικών δυνάμεων113.

Τον 8ο αιώνα συγκροτούνται τα Τάγματα, τα οποία αποτέλεσαν τον επίλεκτο πυρήνα του βυζαντινού στρατού. Ο ταγματικός στρατός ήταν επαγγελματικός στρατός με ανώτερο οπλισμό και στρατιωτική εκπαίδευση. Τα τάγματα στελέχωναν την αυτοκρατορική φρουρά και πλαισίωναν τους θεματικούς στρατούς ως κύρια δύναμη κρούσης. Ο ταγματικός στρατός ήταν ένα σώμα με επιθετικές αρετές, που χρησιμοποιήθηκε αρχικά από τον Κωνσταντίνο Ε΄ για τη στερέωση της εξουσίας του. Ωστόσο, η αποτελεσματικότητα του νέου σώματος το μετέτρεψε σε αιχμή του δόρατος για τις επιθέσεις εναντίον των Βουλγάρων και των Αράβων114. Στην ενίσχυση των ταγμάτων συνέβαλε η οικονομική ανάκαμψη του 9ου αιώνα και η δημογραφική αύξηση. Η δυναμική των ταγμάτων κλιμακώθηκε κατά την περίοδο των τριών μεγάλων αυτοκρατόρων στρατηγών της Μακεδονικής Δυναστείας (Νικηφόρος Φωκάς, Ιωάννης Τζιμισκής, Βασίλειος Β’). Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία περνάει, πλέον, σε αντεπίθεση και ξεκινά μια σειρά κατακτητικών πολέμων εναντίον των Αράβων και των Βουλγάρων. Ανακαταλαμβάνει την Κρήτη, το μεγαλύτερος μέρος της Συρίας και καταλύει το πρώτο Βουλγαρικό Κράτος. Στο πλαίσιο των ταγμάτων ο Νικηφόρος Φωκάς ενσωματώνει ένα νέο όπλο, τους κατάφρακτους ιππείς, οι οποίοι με την πάνοπλη όψη τους και τον βαρύ οπλισμό αποτελούν την προμετωπίδα της επιθετικής βυζαντινής στρατηγικής τον 10ο αιώνα.

Γενικά, η βυζαντινή στρατηγική, όπως αποτυπώνεται στο «Στρατηγικόν» του Μαυρίκιου και στα «Τακτικά» του Λέοντος ΣΤ΄ Σοφού, δίνει έμφαση στην έμμεση προσέγγιση115. Οι βυζαντινοί είχαν υπ’ όψιν το εχθρικό πλαίσιο, το οποίο τους περιέβαλλε. Αυτό σε συνδυασμό με την απώλεια των οικονομικών και δημογραφικών πυλώνων της Αιγύπτου και της Συρο-Παλαιστίνης (ένα μέρος του fertile crescent) δεν επέτρεψε στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία να ανακάμψει. Μοναδική εξαίρεση ήταν το δεύτερο μισό του 10ου αιώνα ως τις αρχές του 11ου, όπου καταφέρνει, όπως είδαμε παραπάνω, να αποσπάσει ένα μέρος των εύφορων περιοχών της Συρίας, της Β. Παλαιστίνης και της βαλκανικής χερσονήσου. Αυτό έδωσε ώθησε στην οικονομία, η οποία σε συνδυασμό με τις λεηλασίες των αραβικών περιοχών μπορούσε να στηρίξει την συγκρότηση αξιόμαχων στρατιωτικών μονάδων. Πέραν τούτου, όμως, η Βυζαντινή Αυτοκρατορία ήταν σε συνεχή άμυνα. Η έλλειψη πόρων εκφράζεται στην στρατηγική σκέψη του Μαυρίκιου , όπου ανάμεσα στα άλλα αναφέρει ότι οι μάχες δεν κρίνονται από τους αριθμούς, αλλά από την έξυπνη στρατηγική. Αυτή υλοποιείται τακτικά μέσω του αιφνιδιασμού, των τεχνασμάτων, τη συλλογή πληροφορίων για τον τρόπο που πολεμάει ο εχθρός, αλλά και τη διάδοση ψευδών πληροφοριών για την παραπλάνηση του εχθρού. Ο Μαυρίκιος φαίνεται να προκρίνει την επίθεση στα νώτα του εχθρού και να αποφεύγει τις μετωπικές μάχες, οι οποίες σπαταλούν εύκολα το δυσεύρετο ανθρώπινο δυναμικό. Η οικονομία δυνάμεων είναι σημαντική λόγω της δημογραφικής συρρίκνωσης μετά την βασιλεία του Ηρακλείου, αλλά και λόγω των πολλών εχθρών που περιβάλλουν ασφυκτικά την αυτοκρατορία. Ο Λέων ΣΤ΄ Σοφός στα «Τακτικά» του επαναλαμβάνει όσα αναφέρει ο Μαυροίκιος τρεις αιώνες πριν. Προσθέτει, όμως, στοιχεία για τον τρόπο που πολεμούν οι Τούρκοι και αναδεικνύει ως σημαντικό παράγοντα τη διπλωματία. Το χρήμα είναι βασικός μοχλός της διπλωματικής πολιτικής, καθώς μπορεί να υποκινεί άλλους λαούς να επιτεθούν στους εχθρούς τους. Έτσι, οι Βυζαντινοί μπορούν να αποφεύγουν για άλλη μια φορά τη μάχη. Εν κατακλείδι, η βυζαντινή στρατηγική φαίνεται να διαφοροποιείται από την ρωμαϊκή, στην οποία κυριαρχεί η άμεση προσέγγιση. Στην στρατηγική σκέψη των Βυζαντινών κυριαρχεί η ανατολική παράδοση των λαών της στέπας και των Περσών, οι οποίοι συνηθίζουν να αποφεύγουν την κατά μέτωπο μάχη.

Ο πόλεμος των ιπποτών

Η μεταρωμαϊκή Δυτική Ευρώπη είναι ένας κόσμος κατακερματισμένος. Στη θέση της ενιαίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας έχουν φυτρώσει διάσπαρτα μικρά βαρβαρικά βασίλεια (Βησιγότθοι στην Ισπανία, Λομβαρδοί στην Ιταλία, Βάνδαλοι, Αγγλοσάξονες στην Αγγλία, Γιούτες, Φρίσιοι, Βουργουνδοί, Φράγκοι κ.α.). Ο πληθυσμός έχει μειωθεί, ενώ το εμπόριο εξασθενίζει αισθητά. Τα αστικά κέντρα συρρικνώνονται και η ροή του χρήματος περιορίζεται. Η εκχρηματισμένη οικονομία της ύστερης αρχαιότητας είναι παρελθόν πλέον. Σε πολλές περιπτώσεις το  νόμισμα εξαφανίζεται και  η  οικονομία  φτάνει  στα όρια  της συντήρησης116.  Το  φορολογικό σύστημα έχει ως

«νόμισμα εισφοράς» την προσφορά σε είδος (μέρος της αγροτικής παραγωγής). Ο διοικητικός μηχανισμός είναι προβληματικός, καθώς αδυνατεί να συγκεντρώσει το παραγόμενο πλεόνασμα. Αυτό κατανέμεται στα χέρια της πολεμικής αριστοκρατίας και όχι στην κεντρική εξουσία. Οι πρώτοι βασιλείς των Φράγκων είχαν μια συνοδεία πολεμιστών, η οποία αναζητούσε σταθερά έσοδα μέσα στο πλαίσιο των μικρών ηγεμονιών. Αυτοί λάμβαναν αγροτεμάχια από τον ηγεμόνα με βάση το ρωμαϊκό precarium, τη συμφωνία ενοικίασης γης έναντι χρήματος. Ωστόσο, λόγω της της περιορισμένης νομισματικής κυκλοφορίας, αντί για χρήμα προσφερόταν ως αμοιβή η παροχή στρατιωτικής υπηρεσίας117. Αυτήν ήταν η βάση εξέλιξης της φεουδαρχίας, η οποία διασπά την κεντρική εξουσία και την τεμαχίζει με βάση τα φέουδα. Η τοπική εξουσία αναδεικνύεται ως φορέας διαχείρισης του παραγόμενου πλεονάσματος.

Το φέουδο έγινε κληρονομικό από το 877 με αποτέλεσμα την ισχυροποίηση των φεουδαρχών έναντι του βασιλιά. Οι φεουδάρχες καλούνταν να συμμετέχουν στις ετήσιες στρατιωτικές συγκεντρώσεις και να υποστηρίζουν τις στρατιωτικές επιχειρήσεις του βασιλιά ως έφιπποι στρατιώτες. Το άλογο, πλέον, γίνεται, βασικό πολεμικό όπλο. Οι φεουδάρχες μπορούν να διαθέτουν μέρος του φεουδαλικού πλεονάσματος στη συντήρηση και στην κατάλληλη εκτροφή αλόγων, ούτως ώστε αυτά να μπορούν να αντέξουν το βάρος του κατάφρακτου καβαλάρη και παράλληλα να μπορούν να αναπτύξουν μεγάλη ταχύτητα ως κύρια δύναμη κρούσης. Η συντήρηση του αλόγου και η αγορά του οπλισμού ήταν δαπανηρή υπόθεση. Το κόστος μπορούσαν να το αντέξουν οι φεουδάρχες, οι οποίοι ως οι βασικοί νομείς της εξουσίας μπορούσαν να συντηρούν το άλογο, τον οπλισμό τους και έναν προσωπικό στρατό λόγω του παραγόμενου πλούτου που προερχόταν από το φέουδο. Για να στερεώσουν την εξουσίας τους στο φέουδο, έχτιζαν κάστρα, τα οποία ήταν σύμβολο της δύναμης της νέας τάξης των ιπποτών-γαιοκτημόνων. Αυτή η νέα τάξη πολεμιστών αποτέλεσαν την προμετωπίδα για την αναχαίτηση των ταχυκίνητων Μαγυάρων, των Αράβων και των θαλασσοπόρων Βίκινγκς.

Οι ιπποτικοί στρατοί ήταν ανάλογοι του μικρού μεγέθους του μεσαιωνικού κόσμου. Είναι στρατοί μερικών εκατοντάδων και οι μεταξύ τους μάχες είναι σχεδόν αναίμακτες118. Οι κονταρομαχίες, στις οποίες επιδίδονταν οι ιππότες -στο πλαίσιο εορταστικών εκδηλώσεων- ήταν ενδεικτικές του τελετουργικού τρόπου της πραγματικής μάχης. Αυτή, επί της ουσίας, ήταν μια μαζική ατομική κονταρομαχία, όπου κάθε ιππότης επέλεγε τον προσωπικό του αντίπαλο στη μάχη. Δεν υπήρχε κάποιο τακτικό σχέδιο για τη διεξαγωγή της μάχης. Αυτήν ήταν μια μετωπική σύγκρουση. Ο νικητής από μια τέτοια μάχη ήταν εκφραστής της θείας βούλησης. Το θρησκευτικό στοιχείο, άλλωστε, ήταν διάχυτο στη μεσαιωνική Ευρώπη και εισχωρούσε και στα πολεμικά-πολιτικά ζητήματα119. Πέραν από τους «ανθρώπους τους ξίφους» (ιππότες), σημαντικός παράγοντας στη νομή της εξουσίας ήταν οι «άνθρωποι που προσεύχονται» (Εκκλησία). Η Παπική Εκκλησία ήταν ό, τι πιο συγκροτημένο είχε απομείνει από τον ρωμαϊκό κόσμο. Ήταν ένας θεσμός με συγκεντρωτική εξουσία, ο οποίος θα μπορούσαμε να πούμε ότι ήταν ό, τι πιο κοντινό στην έννοια του κράτους. Η Εκκλησία ήταν ένας σημαντικός πόλος εξουσίας με τεράστιες αγροτικές εκτάσεις στην κατοχή της. Έτσι, λοιπόν, δεν είναι τυχαίο ότι ο Πάπας Ουρβανός Β΄ ήταν αυτός που κήρυξε την Α΄ Σταυροφορία.

Τα φέουδα, τα οποία συντηρούσαν τον πολιτικό και στρατιωτικό μηχανισμό ήταν περιορισμένα. Οι δευτερότοκοι γιοι των αριστοκρατών έμεναν χωρίς φέουδο, με αποτέλεσμα να σχηματιστεί μια τεράστια μάζα έκπτωτων αριστοκρατών-ιπποτών. Αυτοί διατηρούσαν μόνο κατ’ όνομα τον τίτλο του αριστοκράτη. Κάποιοι απορροφήθηκαν στα μοναστήρια, αλλά οι περισσότεροι κατέληξαν να γίνουν περιπλανώμενοι ιππότες, οι οποίοι ζούσαν από το πλιάτσικο. Επίσης, μέσα στην ίδια την φεουδαρχική τάξη υπήρχαν μεγάλες ανισότητες120. Τα προβλήματα αυτά δημιουργούσαν κοινωνικές εντάσεις στο χώρο της Ευρώπης, οι οποίες εκτονώθηκαν μέσω των Σταυροφοριών. Οι Σταυροφορίες άνοιξαν τον κόσμο της Ανατολής στους Ευρωπαίους. Οι «Άγιοι Τόποι» ήταν πλούσιοι τόποι με εύφορες εκτάσεις, οι οποίοι έδωσαν νέα φέουδα. Επιπλέον, βρίσκονταν κοντά στις μεγάλες εμπορικές αρτηρίες (δρόμος τους μεταξιού) που ξεκινούσαν από την Άπω Ανατολή και κατέληγαν στις περιοχές που ήταν υπό των έλεγχο των Μουσουλμάνων. Οι Βενετοί και οι Γενοβέζοι εκμεταλλεύτηκαν το εμπορικό αυτό σύστημα και αναδείχθηκαν σε ρυθμιστικούς παράγοντες του μεσογειακού χώρου. Ο πλούτος από το εμπόριο δημιούργησε μεγάλες περιουσίες και τις πρώτες τραπεζικές επιχειρήσεις στις ιταλικές πόλεις. Σε αυτόν τον αγώνα για πλουτισμό συμμετείχαν και οι «ιππότες-μοναχοί». Τα ιπποτικά τάγματα (Ιωαννίτες, Ναΐτες, Τεύτονες, Λαζαρίτες κ.α.), τα οποία ήταν συγκροτημένα κατά τον κώδικα συμπεριφοράς των μοναχικών ταγμάτων, είχαν ως στόχο την ανακατάληψη των Αγίων Τόπων και την προστασία των Σταυροφορικών Κρατών. Δημιούργησαν ένα δίκτυο οχυρώσεων στα εδάφη της Συρίας και της Παλαιστίνης για να προστατεύονται από τις συνεχείς επιδρομές των μουσουλμάνων. Ωστόσο, μερικά από τα ιπποτικά τάγματα, όπως οι Ναΐτες, πέρα από τα φιλανθρωπικά καταστήματα που είχαν οργανώσει, δημιούργησαν ένα δίκτυο επιχειρήσεων και πρότυπων «τραπεζικών καταστημάτων» σε ένα μεγάλο μέρος της Ευρώπης. Τα μοναστήρια που ήταν υπό τον έλεγχό τους λειτουργούσαν ως χώροι καταθέσεων χρημάτων και κοσμημάτων. Το Τάγμα των Ναϊτών Ιπποτών διαχειριζόταν τα χρήματα αυτά εκ μέρους των πελατών του και τα αξιοποιούσε πολλές φορές για να δανείζει ηγεμόνες, όπως για παράδειγμα τους Αραγονέζους βασιλείς. Οι Ναΐτες και οι Ιωαννίτες συσσώρευσαν τεράστιο πλούτο από τις λεηλασίες, τη διαχείριση κτημάτων στους Αγίους Τόπους και πλήθος δωρεών και προνομίων που δέχονταν από την Εκκλησία και ιδιώτες. Τα περισσότερα τάγματα έφτασαν να έχουν υπό τον έλεγχό τους τεράστια κινητή περιουσία (αγροκτήματα, κωμοπόλεις, μύλους, εκκλησίες) και μερικά από αυτά (Τεύτονες, Ιωαννίτες) έφτασαν στο σημείο να είναι οι κύριοι διαχειριστές της εξουσίας σε εκτεταμένες επικράτειες της Πρωσίας και σε στρατηγικά σημεία του μεσογειακού χώρου (Ρόδος, Μάλτα) 121.

Μια στρατιωτική επανάσταση

Ο Εκατονταετής Πόλεμος μεταξύ Γαλλίας και Αγγλίας ανέδειξε νέα όπλα και νέες τακτικές μάχης. Το βαρύ γαλλικό ιππικό (gens d’ armes) ηττήθηκε στα πεδία των μαχών (Πουατιέ, Κρεσύ, Αζενκούρ122) από τον αγγλικό στρατό, στον οποίο το κύριο όπλο ήταν οι τοξότες με τα μακρά τόξα (longbow), τα οποία είχαν μεγαλύτερη εμβέλεια από προγενέστερες βαλλιστρίδες. Οι στρατοί των Άγγλων, αν και μικρότεροι αριθμητικά, χρησιμοποιούσαν έναν συνδυασμό όπλων (longbow, ελαφρύ πεζικό, ιππότες) απέναντι στον μονότονο τρόπο μετωπικής εφόρμησης του γαλλικού ιππικού. Οι συνδυαστικές τακτικές των Άγγλων οφείλονταν στον οργανωτικό και συντονιστικό ρόλο που είχε αναλάβει η βρετανική βασιλεία. Μέσα από ένα συγκεντρωτικό πολιτικο-στρατιωτικό σύστημα ανέλαβε να συντονίσει τις στρατιωτικές ενέργειες και να κινητοποιήσει τον τοπικό πληθυσμό για τις εκστρατείες εναντίον των Γάλλων. Οι Άγγλοι είχαν έναν συντεταγμένο, κεντρικό φορέα, ο οποίος μπορούσε να αναλάβει το βάρος του πολέμου123. Οι Γάλλοι από την πλευρά τους μετά τις πρώτες ήττες άρχισαν να ανασυγκροτούνται. Η ανεπάρκεια του ιππικού ήταν εμφανής και γι’ αυτόν τον λόγο το γαλλικό στέμμα αξιοποίησε το θρησκευτικό αίσθημα, το οποίο εγείρετο από τα κελεύσματα μιας αγράμματης χωριατοπούλας από τη Λοραίνη. Το θείο αυτό κάλεσμα ήταν επί της ουσίας ένα πολιτικό-στρατιωτικό κάλεσμα για ανάγκη διεύρυνσης του στρατού. Ο πόλεμος, πλέον, δεν ήταν υπόθεση μόνο των ιπποτών, των οποίων η άτεγκτη πολεμική τακτική -όσο σημαντική κι αν ήταν αρχικά- κατέληξε να έχει τη μοίρα της οπλιτικής φάλαγγας. Η υποβάθμιση των ιπποτών στο πολεμικό πεδίο σήμαινε ως ένα βαθμό και εξασθένιση της πολιτικής τους εξουσίας. Από τον Εκατοντετή Πόλεμο και μετά ενισχύεται η εξουσία του βασιλιά, η οποία θα έχει κεντρικό ρόλο στην απαιτητική πολιτική και στρατιωτική οργάνωση. Με την εμφάνιση και των κανονιών στη μάχη του Κρεσύ (1346), το κόστος του πολέμου ανεβαίνει αισθητά124. Το περιορισμένων δυνατοτήτων φέουδο δεν έχει τους πόρους ούτε για την κατασκευή μεγάλων κανονιών ούτε και για αντίστοιχη ενίσχυση των οχυρώσεων απέναντι στους κανονιοβολισμούς του νέου όπλου. Αυτά είναι υπόθεση μια συγκεντρωτικής εξουσίας, η οποία μέσα από ένα οργανωμένο γραφειοκρατικό σύστημα μπορεί να «αρμέγει» φορολογικά όλη την επικράτεια με σκοπό τη συγκεντροποίηση του παραγόμενου πλεονάσματος από όλη την επικράτεια υπό έναν κεντρικό φορέα.

Τα πυροβόλα όπλα άλλαξαν το πρόσωπο της μάχης ήδη από τα μέσα του 15ου αιώνα125. Προπομποί των νέων όπλων ήταν η βαλλιστρίδα, ένα θανατηφόρο εκηβόλο όπλο, το οποίο ήταν σε χρήση ήδη από τον 12ο αιώνα. Επρόκειτο για ένα αποτελεσματικό και εύκολο στη χρήση όπλο, το οποίο μπορούσε να διαπεράσει την πανοπλία ενός ιππότη από απόσταση. Οι αντιδράσεις απέναντι στα νέα όπλα ήταν μεγάλες. Μάλιστα, ο Πάπας Ιννοκέντιος Β΄ απαγόρευσε τη χρήση της βαλλιστρίδας μεταξύ των χριστιανικών λαών της Ευρώπης το 1139. Τέσσερις αιώνες αργότερα, ένας διάσημος γάλλος ιππότης, ο Μπαγιάρ, σκότωνε όσους στρατιώτες χρησιμοποιούσαν βαλλιστρίδες ή πυροβόλα όπλα. Τα νέα όπλα ήταν απειλή για την τάξη των ιπποτών. Ένας κοινός άνθρωπος, ακόμη και μια γυναίκα, μπορούσε να τα χρησιμοποιήσει για να πάρει τη ζωή ενός ιππότη, ο οποίος ξόδευε μεγαλός μέρος της ζωής του και του εισοδήματος του φέουδου στην ιπποτική τέχνη. Παρόμοια ήταν η αντίδραση και μια άλλης τάξης ιππέων από την Ανατολή. Οι Μαμελούκοι, όταν αντιπαρατέθηκαν με το οργανωμένο οθωμανικό πεζικό και τα πυροβόλα όπλα του126, βίωσαν αυτό που έζησαν οι Γάλλοι ιππότες πριν από έναν αιώνα περίπου. Η furusiya, όπως και ο κώδικας των ιπποτών, κατέρρευσε μπροστά στη δύναμη της πυρίτιδας127. Τα αρκεβούζια είχαν αρχικά μικρό δραστικό βεληνικές, ωστόσο σταδιακά βελτιώνονται και εισάγονται σε όλους του στρατούς της εποχής. Στη Βενετία ήδη από το 1510 τα αρκεβούζια αντικαθιστούν τις βαλλιστρίδες128, ενώ τα κανόνια κυριαρχούν στους Ιταλικούς Πολέμους129.

Οι στρατοί των Γάλλων και των Αψβούργων που συγκρούονται στην πλούσια ιταλική χερσόνησο έχουν ένα σημαντικό αριθμό αρκεβουζιοφόρων μαζί με το λογχοφόρο πεζικό και τους ιππότες. Οι στρατοί δε θυμίζουν σε τίποτα αυτούς του περασμένου αιώνα. Κατά τη διάρκεια των ιταλικών πολέμων, τα αρκεβούζια και τα διάδοχά τους μουσκέτα καταλήγουν να είναι βασικά και καθοριστικό όπλα. Οι καλύτεροι μαθητές σε αυτό το όπλο ήταν οι Ισπανοί. Οι hidalgos (κατώτεροι αριστοκράτες) ήταν συνηθισμένοι να πολεμούν πεζή. Γενικά, οι αριστοκράτες Ισπανοί δεν πολεμούσαν έφιπποι. Μόνο μια μειοψηφία από αυτούς ήταν ιππότες, καθώς τα φτωχά και δασώδη ακόμη εδάφη της της Ισπανικής Meseta δεν μπορούσαν να τρέφουν μεγάλες ποσότητες αλόγων. Το ισπανικό πεζικό αναδείχθηκε σε πρωταγωνιστή στα πεδία των μαχών. Το ισπανικό tercio (σύνταγμα 3.000 αντρών) ήταν ένας συνδυασμός λογχοφόρων για την απώθηση του ιππικού, μουσκετοφόρων για την επίθεση από μακριά και σπαθοφόρων για τη μάχη εκ τους σύνεγγυς. Ο συνδυασμός όπλων το έκανε μια κινητή, συμπαγή φάλαγγα, η οποία -όπως και η προγενέστερη ρωμαϊκή- ήταν κατάλληλη για όλους τους τύπους στρατών. Το tercio έμελλε να είναι από τους σημαντικότερους σχηματισμός στα πεδία των ευρωπαϊκών μαχών κατά τον 16ο μέχρι και τις αρχές του Τριακονταετούς Πολέμου.

Τα κανόνια ήταν αυτά που γκρέμισαν τα τείχη της Κωνσταντινούπολης. Ωστόσο, δεν ήταν τόσο αποτελεσματικά αρχικά. Ήταν ογκώδη και δυσκίνητα (μπομπάρδες), καθώς στερεώνονταν σε ακίνητες εξέδρες. Η μεταφορά των κανονιών και των πυρομαχικών τους απαιτούσε εκατοντάδες βοϊδάμαξες, ενώ το λύσιμο των κανονιών στο πεδίο της μάχης ήταν υπόθεση αρκετών ωρών. Ακόμη ο ρυθμός των βολών ήταν απίστευτα χαμηλός130. Οι Γάλλοι ήταν από τους πρώτους που κατάφεραν να μειώσουν το βάρος και τον όγκο των κανονιών και να τα τοποθετήσουν πάνω σε κιλλίβαντες με προόλκαια με αποτέλεσμα να γίνουν πιο ευκίνητα κατά τη διάρκεια της μάχης131. Ο Κάρολος Η΄ της Γαλλίας έφερε μαζί με τον στρατό 40 κανόνια στις εκστρατείες του στην Ιταλία, με τα οποία γκρέμισε τα τείχη της Φλωρεντίας και της Νεάπολης. Η κατασκευή πυροβόλων όπλων και κανονιών έγινε βασιλική υπόθεση και η νέα τέχνη της κατασκευής των κανονιών τέθηκε υπό βασιλική προστασία132.

Η αποτελεσματικότητα των κανονιών απέναντι στα τείχη καταργεί το πλεονέκτημα χιλιετιών που έχουν οι πολιουρκούμενοι απέναντι στους πολιορκητές τους. Πλέον, τα ψηλά τείχη των μεσαιωνικών κάστρων σωριάζονται. Μαζί με αυτά σωριάζεται και η δύναμη των ιπποτών, οι οποίοι υποτάσσονται στη δύναμη της πυρίτιδας, δηλαδή στη δύναμη του βασιλιά, ο οποίος ελέγχει την κατασκευή και κατ’ επέκταση τη χρήση των νέων όπλων. Η νέα κατάσταση θα οδηγήσει σε επαναστατικές αλλαγές την οχυρωματική τέχνη. Οι ιταλικές πόλεις που βίωσαν τις συνέπειες των κανονιοβολισμών από τους στρατούς των Γάλλων και των Αψβούργων κατά τους Ιταλικούς Πολέμους ήταν και οι πρώτες που υιοθέτησαν αυτές τις αλλαγές. Τα νέα τείχη ήταν χαμηλά για να αντέχουν τα βλήματα, τα οποία μέχρι πρότινος στόχευαν τη λιθοδομή των μεσαιωνικών τειχών με το ψηλό κέντρο βάρους. Επιπλέον, αυξήθηκε το πλάτος τους και επενδύθηκαν εξωτερικά με γωνιώδεις (τετράπλευρους) προμαχώνες για να μην είναι εύκολη η κατάληψη με σκάλες και πύργους (βλ. Παράτημα, Εικόνα 10). Τα κανόνια και τα πυροβόλα όπλα ενσωματώθηκαν στη νέα οχυρωματική αρχιτεκτονική για να βάλλουν από μακριά τις δυνάμεις του εχθρού. Ήταν αναμενόμενο ότι το κόστος αυτών των οχυρώσεων ανέβαινε σε δυσθεώρητα ύψη133.

Από την παραπάνω διαδικασία προέκυψαν και οι πρώτοι επιχειρηματίες του πολέμου. Ελάχιστες ιταλικές οικογένειες (Ντε Σαγκάλο, Σαν Μικέλι, Περούτζια κ.α.) είχαν αναλάβει εργολαβικά την κατασκευή των τειχών με βάση τα νέα συστήματα της οχυρωματικής αρχιτεκτονικής134. Μαζί με αυτούς τους επιχειρηματίες, αναδείχθηκαν και οι μισθοφορικές εταιρείες (condottieri), οι οποίες κυριάρχησαν σε μεγάλο βαθμό στα πεδία των μαχών από τους Ιταλικούς Πολέμους μέχρι και τον Τριακονταετή Πόλεμο. Βάση στρατολόγησης αυτών των «πολεμικών εργολαβιών» ήταν έκπτωτοι ιππότες, νόθοι γιοι αριστοκρατών και Ελβετοί ορεσίβιοι. Οι τελευταίοι αποτέλεσαν ένα σώμα αιχμής, καθώς το βασικό τους όπλο, το χαλεβάρδο, ήταν πραγματικά ένα πολυεργαλείο. Αυτό μπορούσε να χρησιμεύει ως φραγμός για το αντίπαλο ιππικό, αλλά και ως όπλο καταστροφής του αντιπάλου. Οι Ελβετοί λογχοφόροι ήταν υψηλής ζήτησης και οι βασιλείς της εποχής έπρεπε να δαπανήσουν για την πρόσληψή τους μεγάλα ποσά στα ελβετικά καντόνια, τα οποία λειτουργούσαν ως εταιρείες ενοικίασης πολεμικού προσωπικού135. Το θετικό με τους μισθοφόρους ήταν ότι μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν εποχιακά και μετά να αποδεσμευθούν. Ωστόσο, πολλές φορές δημιουργούσαν προβλήματα, καθώς η αδυναμία πληρωμής τους από ένα ηγεμόνα αποτελούσε αφορμή για πλιάτσικο. Μάλιστα, πολλές φορές κατηγορούνταν ότι συντηρούσαν τεχνηέντως πολεμικές συγκρούσεις για να έχουν συνεχή δουλειά ή ότι διεξήγαγαν εικονικές μάχες. Αυτοί ήταν και από τους βασικούς λόγους που ώθησαν τον Μακιαβέλλι να θεωρεί του μισθοφόρους ως παρασιτικούς στρατούς, οι οποίοι δεν είχαν ως στόχο την προστασία των συμφερόντων του εκάστοτε ηγεμόνα ή βασιλιά, αλλά τον τυχοδιωκτικό πλουτισμό τους.

Οι επαγγελματικοί στρατοί ως σύμβολο της εξουσίας των μοναρχών

Κατά τη διάρκεια του Τριακονταετούς Πολέμου, οι μισθοφορικές εταιρείες ανέλαβαν σε μεγάλο βαθμό τη διεξαγωγή του πολέμου. Μεγάλοι οπλαρχηγοί ή αλλιώς «πολεμικοί εργολάβοι» αναδείχθηκαν στα μέτωπα του πολέμου. Οι πιο γνωστοί από αυτούς, όπως ο Βαλλενστέιν ή ο Τιλλί, δημιούργησαν μεγάλες περιουσίες και τέτοια στρατιωτική δύναμη που η πρόσληψή τους από τους αντιμαχόμενους μονάρχες ήταν καθοριστικής σημασίας136. Ωστόσο, τα μισθοφορικά στρατεύματα, όπως είδαμε παραπάνω, δεν ήταν πάντοτε αξιόπιστα. Πολλές φορές, μάλιστα, ερήμωναν ολόκληρες πόλεις και την αγροτική περιφέρειά τους για να μπορούν να τροφοδοτούνται. Υπολογίζεται ότι οι γερμανικές περιοχές έχασαν το 1/3 του πληθυσμού τους κατά τη διάρκεια του πολέμου137. Ωστόσο, σε κάποιες χώρες η τακτική της πρόσληψης μισθοφόρων δεν αποτέλεσε κανόνα. Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα είναι αυτό των Ηνωμένων Επαρχιών στην Ολλανδία, οι οποίες αποτέλεσαν το πρότυπο για τις κατοπινές μεταρρυθμίσεις του Γουσταύου Αδόλφου στη Σουηδία. Στην Ολλανδία, ο Μαυρίκιος του Νασσάου ήδη από τα τέλη του 16ου αίωνα είχε συγκροτήσει τον πρώτο επαγγελματικό στρατό της νέας εποχής. Ένας στρατός, που πληρωνόταν τακτικά καθ’ όλην τη διάρκεια του έτους, μπορούσε να πειθαρχηθεί και να εκπαιδευτεί εντατικά στα νέα όπλα και τακτικές μάχης. Ο Μαυρίκιος είχε συλλάβει ότι η δύναμη πυρός ήταν το πιο αποφασιστικό σημείο για τη μάχη. Γι’ αυτόν το λόγο, είσηγε ένα νέο σύστημα στρατιωτικής οργάνωσης. Αντί για τον σχηματισμό του tercio, επιμήκυνε τους σχηματισμούς για να αυξήσει τη δύναμη πυρός. Οι μουσκετοφόροι μόλις τελείωναν τη βολή τους έκαναν αναστροφή για να περάσουν στις πίσω γραμμές προκειμένου να προωθηθεί στη θέση τους ο αμέσως επόμενος στίχος. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα η πρώτη γραμμή να βάλλει συνεχώς. Για τον συγχρονισμό αυτών των κινήσεων, η πειθαρχία ήταν κανόνας138. Η συγκρότηση ενός τέτοιου στρατού απαιτούσε τη δέσμευση μεγάλων πόρων για την πληρωμή του. Οι Ολλανδοί είχαν διαθέσιμα κεφάλαια από τη θαλάσσια αυτοκρατορία που είχαν αναπτύξει. Το εμπόριο ήταν σημαντική πηγή πλούτου και οι Ολλανδοί ήταν πρωτοπόροι κατά τη διάρκεια του 17ου αιώνα.

Ο Γουσταύος Αδολφος Β΄, ο βασιλιάς της Σουηδίας, ήταν ένας από τους θεμελιωτές του επαγγελματικού στρατού. Η Σουηδία καθότι φτωχή σε πόρους δεν μπορούσε να διατηρεί μισθοφορικά στρατεύματα. Γι΄ αυτό, θέσπισε την επιστράτευση μέσω του συστήματος των κληρωτών. Το 1/10 του άρρενος πληθυσμού στρατολογούταν και εκπαιδευόταν συστηματικά. Η πειθαρχία και μακροχρόνια θητεία έδινε συνοχή στο ομοιόμορφα εξοπλισμένο και ντυμένο στράτευμα. Ο σουηδός μονάρχης εισήγαγε ένα καινοτόμο σύστημα οργάνωσης του στρατού σε λόχους, συντάγματα και ταξιαρχίες με αυτόνομη οργάνωση το καθένα, αλλά σε πλήρη σύνδεση ιεραρχικά. Αυτό έδινε τη δυνατότητα στο στράτευμα να μοιράζεται σε τμήματα, τα οποία μπορούσαν να ελίσσονται αυτόνομα με το δικό τους μηχανισμό διοίκησης139. Ακόμη, ο Γουσταύος Αδόλφος με τη συμβολή του σουηδού μηχανικού de Geer κατάφερε να κάνει ευκίνητο το πυροβολικό με τη μείωση του βάρους του κανονιού, χωρίς να χάνει παράλληλα σε εμβέλεια. Μάλιστα, ο ρυθμός βολής αυξήθηκε σε βαθμό που να ανταγωνίζεται τον ρυθμό βολής των μουσκετοφόρων140. Ο στρατός της Σουηδίας θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ένας κρατικά οργανωμένος στρατός, ο οποίος χρηματοδοτείται από το κρατικό ταμείο και υπερασπίζεται τα συμφέροντα του μονάρχη του. Το σουηδικό μοντέλο επικράτησε και έδωσε το τελειωτικό χτύπημα στους μισθοφορικούς στρατούς της προηγούμενης περιόδου. Αποτέλεσε τη βάση οργάνωσης των στρατών του 18ου αιώνα.

Στα τέλη του 17ου αιώνα ο ρυθμός βολής των μουσκέτων αυξήθηκε στις τρεις βολές το λεπτό χάρις στην εισαγωγή του μηχανισμού πυροδότησης με τσακμακόπετρα, ενώ η σχεδόν παράλληλη εφεύρεση της ξιφολόγχης ομοιογενοποίησε τις γραμμές του πεζικού, καθώς συγχώνευσε τους πυροβολητές και τους λογχοφόρους σε μία μονάδα141. Επιπλέον, τα κανόνια με τις τροποποιήσεις του Γάλλου de Gribeaubal αύξησαν την εμβέλειά τους, την ακρίβεια βολής τους και την ευκινησία τους στο πεδίο της μάχης. Ωστόσο, οι νέες πολεμικές τεχνολογίες δε θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν αποτελεσματικά χωρίς την οργάνωση του στρατεύματος. Αυτό απαιτούσε για τις μεγάλες δυνάμεις της εποχής, όπως η Γαλλία, μια πολιτική γραφειοκρατία (le Tellier, de Louvois, Colbert) και τη συγκρότηση ενός οργανωμένου φορολογικού συστήματος ικανού να αποσπά πόρους από όλη την περιφέρεια, σημαντικό μέρος των οποίων κατέληγε στη συντήρηση του στρατού και στόλου142. Συνάμα, ο Ρισελιέ συνέστησε ένα σώμα επιμελητών με έργο την εποπτεία των στρατευμάτων και τη διασφάλιση της παροχής τροφίμων, όπλων και εξοπλισμού. Οι επαρχίες οργανώθηκαν κατά τέτοιον τρόπο που να συνεισφέρουν οικονομικά στη συντήρηση του στρατού. Για την οργάνωση των εκστρατειών υπήρχε ένα εκτεταμένο δίκτυο αποθηκών για την κάλυψη της τροφοδοσίας του στρατεύματος143.

Αυτό το σύστημα οργάνωσης ακολούθησαν, με τις κατά τόπους παραλλαγές του, και άλλοι μονάρχες, ενώ παράλληλα δόθηκε έμφαση στην στρατιωτική εκπαίδευση. Οι ασκήσεις ακριβείας και η μηχανικά συγχρονισμένη χρήση των πυροβόλων όπλων για να αποδίδουν αποτελεσματικές ομοβροντίες διαφοροποίησε σε σημαντικό βαθμό τον πόλεμο του 18ου αιώνα. Η εκπαίδευση στα όπλα και στους νέους σχηματισμούς μάχης συστηματοποιήθηκε. Πλήθος στρατιωτικών ακαδημιών ξεπήδησαν, στις οποίες οι μελλοντικοί αξιωματικοί πέρα από τη σκληρή πειθαρχία, λάμβαναν μια ευρεία γνώση από μαθηματικά μέχρι και κείμενα των κλασικών της αρχαιότητας περί του πολέμου144. Το στράτευμα ομοιογενοιοποιήθηκε με κοινές στολές, τις οποίες είχε υποχρέωση να παρέχει το κράτος. Χάθηκε, έτσι, η ατομικότητα της αναγεννησιακής περιόδου, όπου ο κάθε στρατιώτης έφερε τα δικά του ρούχα. Η ομοιόμορφη στολή, χαρακτηρίστηκε ως λιβρέα υποτιμητικά για να δηλώσει την εξαρτημένη σχέση του στρατιώτη από τον βασιλιά. Αυτή η συστηματοποίηση της πολεμικής μηχανής καθομολογεί ότι ο πόλεμος αποκτά κεντρική θέση για το απολυταρχικό κράτος. Ο πόλεμος είναι μια υπόθεση που εξυπηρετεί τα συμφέροντα του μονάρχη, του απόλυτου άρχοντα του κράτους. Οι τακτικοί ευρωπαϊκοί στρατοί της απολυταρχίας είναι ό, τι καλύτερο κυκλοφορούσε την εποχή εκείνη. Η υπεροχή των όπλων τους είναι εκκωφαντική απέναντι στους ασιατικούς τους αντιπάλους (π.χ. Μόγκουλς στην Ινδία145).

Ο λαός στα όπλα

Ο Γκαίτε με αφορμή τη μάχη του Βαλμύ το 1792 έγραφε ότι: από εδώ και σήμερα ξεκινάει μια νέα εποχή της παγκόσμιας ιστορίας και θα μπορείτε να πείτε ότι είχατε παρευρεθεί. H Γαλλική Επανάσταση και οι Ναπολεόντειοι Πόλεμοι έφεραν για πρώτη φορά στο προσκήνιο τη δύναμη των μαζών σε πολιτικό και στρατιωτικό επίπεδο. Ανέδειξαν τις έννοιες της αστικής δημοκρατίας και του έθνους-κράτους. Το τελευταίο εξέφραζε την πολιτική συγκρότηση των πολιτών μέσα σε μια επικράτεια με κοινή γλώσσα, κουλτούρα και ίδια κοινωνική και οικονομική οργάνωση. Η Γαλλική επανάσταση δεν ήταν μόνο μια πολιτική επανάσταση, αλλά και στρατιωτική. Οι πολίτες, οι οποίοι απέκτησαν στοιχειώδη πολιτικά δικαιώματα με την κατάργηση των φεουδαλικών προνομίων, αποτελούσαν την κύριο γρανάζι του έθνους. Αυτοί ήταν η προστατευτική ασπίδα απέναντι στο συνασπισμό των μοναρχικών κρατών που ήθελαν να καταπνίξουν την επανάσταση. Με την απόφαση για γενική επιστράτευση (Levée en masse) το 1793, ο γαλλικός στρατός ξεπέρασε τους 800.000 στρατιώτες, νούμερο δυσθεώρητο για τα μέχρι τότε δεδομένα των απολυταρχικών στρατών146. Αυτή η μάζα ανεκπαίδευτων στρατιωτών ήταν η ζώσα εικόνα του έθνους υπό τα όπλα. Μαζί με αυτούς ολόκληρη η κοινωνία ήταν επί ποδός πολέμου. Οι γυναίκες υπηρετούσαν ως νοσοκόμες, τα παιδιά φτιάχνανε στουπί από παλιά ρούχα, ενώ οι γέροι εμψύχωναν τους νέους στρατιώτες. Οι μεταλλουργοί επιστρατεύθηκαν με αποτέλεσμα να παράγονται στο Παρίσι περισσότερα όπλα απ’ ότι σε ολόκληρη την Ευρώπη μαζί.147 Η κατασκευή όπλων, πυρομαχικών, στόλων και εξοπλισμού οργανώθηκε σε εθνική βάση. Γενικά, το σύνολο των μεταφορών και των πόρων εθνικοποιήθηκε για να μπορούν οι πολυάριθμοι στρατιώτες να τραφούν, να ντυθούν και να οπλιστούν148.

Μεταξύ των ετών 1793-1794 πλήθος αριστοκρατών αξιωματικών, είτε αποκεφαλίστηκαν από τη νέα ηγεσία, είτε απλώς αποπέμφθηκαν149. Άνοιξε ο χώρος για την είσοδο νέων αξιωματικών, που προέρχονταν από τα αστικά και τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα150. Για τους νέους αξιωματικούς ο στρατός ήταν εύφορο έδαφος για κοινωνική ανέλιξη και για οικονομικά οφέλη. Άλλωστε, ο ίδιος ο γαλλικός στρατός δε θύμιζε σε τίποτα τον γαλλικό στρατό του 18ου αιώνα. Ήταν ένας μαζικός στρατός με απόθεμα ανθρώπινου πλεονάσματος κατάλληλο για «αξιοποίηση». Το βασικό όπλο του γαλλικού στρατού ήταν η αριθμητική υπεροχή σε σχέση με τους ολιγάριθμους και ακριβούς στρατούς των μοναρχικών καθεστώτων της Ευρώπης. Αυτό το πλεόνασμα σε ανθρώπινη σάρκα οδήγησε και στην αλλαγή του σχηματισμού στη μάχη. Καταργείται ο γραμμικός, στατικός τρόπος της μάχης και υιοθετείται η δυναμική έφοδος του πεζικού σε πυκνές φάλαγγες151, το οποίο με τη χρήση της ξιφολόγχης (a la bayonet) συγκρούεται μετωπικά με την αντίπαλη παράταξη με στόχο να κερδίσει υπεροχή σε ένα συγκεκριμένο σημείο και να τη διασπάσει. Το ευάλωτο στις εχθρικές επιθέσεις πεζικό κάλυπτε το πυροβολικό με διευρυμένο βεληνεκές.

Ο γαλλικός στρατός κατά τους Ναπολεόντειους Πολέμους ήταν αρκετά ευέλικτος και ταχύς. Τρεφόταν και εξοπλιζόταν από τις κατακτημένες περιοχές και με αστραπιαίες κινήσεις παρέκαμπτε τα συνοριακά οχυρά. Συντελούνταν μια πραγματική επαναστατική αλλαγή στις μεθόδους του πολέμου. Με πρωτοβουλίες του Ναπολέοντα Βοναπάρτη, ο στρατός υποδιαιρέθηκε σε σώματα στρατού, τα οποία με τη σειρά τους υποδιαιρούνταν σε 2-3 μεραρχίες (divisions) των 8.000 ανδρών η καθεμία. Οι μεραρχίες μπορούσαν να κινούνται με μεγάλη αυτονομία σε διαφορετικές πορείες και να επικεντρώνονται σε διαφορετικούς στόχους. Έτσι, μπορούσαν να παρακάμπτουν τα μεθοριακά οχυρά και να εισβάλουν στην επικράτεια του αντιπάλου. Μια μικρή δύναμη αφηνόταν στην πολιορκία των οχυρών και η υπόλοιπη δύναμη σάρωνε την εχθρική επικράτεια. Με αυτό το σύστημα ο στρατός έδινε την εντύπωση ότι βρισκόταν παντού. Ωστόσο, με τον κατάλληλο συντονισμό των νεοεισαχθέντων επιτελείων συγκεντρώνονταν την κατάλληλη στιγμή για να συντρίψουν τον αντίπαλο152. Εν κατακλείδι, η Γαλλική Επανάσταση και οι Ναπολεόντειοι Πόλεμοι ήταν ένα πρωτόγνωρο πολεμικό γεγονός. Η Ευρώπη έγινε μια εμπόλεμη κοινωνία για περίπου 25 χρόνια και επιχειρήθηκε για πρώτη φορά μετά τη ρωμαϊκή περίοδο η ενοποίησή της υπό μία κεντρική αρχή. Βίωσε την επαναστατική δυναμική του έθνους υπό τα όπλα. Είδε να γεννιούνται τα πρώτα εθνικοαπλευθερωτικά κινήματα με την εισαγωγή αντάρτικων τακτικών (Ισπανία, Ρωσία) κατά της γαλλικής κυριαρχίας. Όλα αυτά δημιούργησαν μια ασύλληπτη εικόνα, μέσα στην οποία ο Πρώσος αξιωματικός Καρλ φον Κλαούζεβιτς είδε για πρώτη φορά να προσεγγίζει ο «πραγματικός πόλεμος» τον «απόλυτο πόλεμο». Επηρεάστηκε τόσο πολύ από τις επαναστατικές αλλαγές στο γαλλικό στρατό, που θέλησε να εισάγει παρόμοιες στον πρωσικό στρατό, οι οποίες, όμως, ήταν ενδεχομένως επικίνδυνες για τα συμφέροντα των Junkers και τον οίκο των Hohenzollern.

Οι πόλεμοι της βιομηχανικής εποχής

Η βιομηχανική επανάσταση έδωσε όλα τα εφόδια στις πολιτικές και στρατιωτικές ελίτ για να διεξάγουν έναν πόλεμο ολοκληρωτικών διαστάσεων. Η εισαγωγή του σιδηροδρόμου, ο ηλεκτρικός τηλέγραφος, η ατμομηχανή έβαλαν τις βάσεις για μια πραγματική επανάσταση στη διεξαγωγή του πολέμου. Οι σιδηρόδρομοι αποτέλεσαν σημείο κλειδί για τα στρατιωτικά επιτελεία, καθώς ο χρόνος μεταφοράς των στρατευμάτων μειωνόταν δραματικά153. Τα στρατεύματα, πλέον, μπορούσαν να συγκεντρώνονται ξεκούραστα και γρήγορα στα μέτωπα των μαχών μέσα σε λίγες ώρες. Ο τηλέγραφος έφερε τον πόλεμο πιο κοντά στην κοινωνία. Παράλληλα, ήταν ένα βασικό εργαλείο για τον συντονισμό των κινήσεων του στρατού από τα επιτελεία. Η ανάπτυξη της βιομηχανίας έβαλε τις βάσεις για τη συγκρότηση μεγάλων στρατών με αυξημένες δυνατότητας τροφοδοσίας και εξοπλισμού154. Το καλύτερο σχολείο για τους στρατούς της βιομηχανικής περιόδου ήταν Αμερικανικός Εμφύλιος Πόλεμος, ο οποίος θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και ως ο προάγγλελος των ολοκληρωτικών πολέμων του 20ου αιώνα. Σε αυτόν νίκησε ο βιομηχανικός και πολυπληθής Βορράς απέναντι στον αγροτικό Νότο. Οι Βόρειοι ήλεγχαν το 70% του σιδηροδρομικού δικτύου, διέθεταν ένα ισχυρό στόλο από ατμόπλοια, που απέκλεισε τον Νότο και τροφοδοτούσε παράλληλα τις δικές του δυνάμεις, και μια βιομηχανία όπλων και τροφίμων που μπορούσε να τροφοδοτεί και να εξοπλίζει καλύτερα τον στρατό της Ένωσης. Ο αγροτικός Νότος καθότι υστερούσε σε βιομηχανικά προϊόντα, επιστράτευσε περίπου το 20% του λευκού πληθυσμού155. Ένα άλλο στοιχείο του πολέμου ήταν η συγκρότηση μαζικών στρατών (3.000.000 οι Βόρειοι και 1.300.000 οι Νότιοι, 10% του πληθυσμού των ΗΠΑ). Οι απώλειες συνολικά ήταν τόσο μεγάλες (620.000 νεκροί) που ξεπερνούσαν ή έστω ισοφάριζαν με τις απώλειες των ΗΠΑ στους δυο Παγκόσμιους Πολέμους και στο Βιετνάμ156.

Οι στρατοί του 19ου αιώνα ήταν εθνικοί στρατοί. Η στρατολόγηση έγινε θεσμός για όλα τα ευρωπαϊκά κράτη. Το παράδειγμα το έδωσε η Πρωσία, η οποία με την επιστράτευση του 1870 παρέταξε 1.200.000 στρατιώτες εναντίον των Γάλλων157. Οι μαζικοί στρατοί σε συνδυασμό με την αύξηση των ποσοτήτων των πυρομαχικών, όπως θα δούμε παρακάτω, είχαν διευρυμένες ανάγκες ανεφοδιασμού και συντονισμού. Το ρόλο αυτό τον ανέλαβε μια εξειδικευμένη στρατιωτική γραφειοκρατία με αυξημένα οργανωτικά καθήκοντα που λογοδοτούσε στον στρατιωτικό εγκέφαλο, το Γενικό Επιτελείο. Και σε αυτόν τον τομέα η Πρωσία είχε πρωτοστατήσει. Ιθύνων νους ήταν ένα πνευματικό τέκνο του Κλαούζεβιτς, ο Χέλμουτ Φον Μόλτκε. Το γερμανικό μοντέλο αντιγράφηκε και από τα υπόλοιπα ευρωπαϊκά κράτη. Οι στρατοί των τελών του 19ου αιώνα και των αρχών του 20ου ήταν στρατοί πολιτών των εθνικών κρατών. Για ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού -λόγω και του υφέρποντος μιλιταρισμού στην καμπή του αιώνα- η στράτευση ήταν ταυτόσημη έννοια με την παραχώρηση πολιτικών δικαιωμάτων. Το μεγαλύτερο μέρος του ενήλικου ανδρικού πληθυσμού παράλληλα με τα πολιτικά του δικαιώματα ασκούσε και τα στρατιωτικά του καθήκοντα. Τα σημάδια της Γαλλικής Επανάστασης ήταν ορατά στην Ευρώπη, η οποία είχε μετατραπεί στις παραμονές του Μεγάλου Πολέμου σε μια κοινωνία πολιτών-στρατιωτών. Οι μαζικοί στρατοί σε συνδυασμό με τα νέες βελτιώσεις στην πολεμική τεχνολογία έφερναν για άλλη μια φορά τον «πραγματικό πόλεμο» ακόμη πιο κοντά στον «απόλυτο».

Η πολεμική βιομηχανία οργίαζε. Πλήθος πυρομαχικών παραγόταν μαζικά για να μπορέσουν να καλυφθούν οι αυξημένες ανάγκες του στρατού. Στο Σεντάν, για παράδειγμα, το πρωσικό πυροβολικό ξόδεψε 33.000 οβίδες158. Το 1866 ο Γερμανός Κρουπ κατασκεύασε οπισθογεμή κανόνια με κλείστρο, τα οποία αύξησαν την εμβέλεια βολής στα 30 χιλιόμετρα. Οι Γάλλοι εφεύηραν το 1870 το μυδραλιοβόλο, ενώ οι Αμερικάνοι το 1884 κατασκεύασαν το απόλυτο πολυβόλο. Το maxim μπορούσε να βάλλει 600 φορές το λεπτό με βεληνεκές τα 900 μέτρα μετατρέποντας, έτσι, οποιαδήποτε έφοδο σε μακάβριο θέαμα. Τα νέα οπισθογεμή τουφέκια, αν και κακοφτιαγμένα αρχικά, έβαλλαν τρεις φορές παραπάνω από τα εμπροσθογεμή σε μια απόσταση εκατοντάδων μέτρων και προσέθεταν ένα νέο βέλος στη φαρέτρα των κινήσεων: o στρατιώτης μπορούσε να χρησιμοποιεί για πρώτη φορά το όπλο του πρηνηδόν159. Η συχνότητα των βολών ανά λεπτό στην αυγή του 20ου αιώνα ήταν τρομακτική. Οι μουσκετοφόροι του 18ου αιωνα έριχναν με συχνότητα 3 φορές το λεπτό σε στρατούς που ξεπερνούσαν με δυσκολία τις 100.000, ενώ το 1914 το ατομικό τουφέκι έριχνε 15, το πολυβόλο 600 και τα κανόνια 20 οβίδες το λεπτό160. Αυτά αν τα συνδυάσει κανείς με τους μαζικούς στρατούς του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου συνθέτουν ένα τοπίο μαζικού θανάτου. Οι απώλειες σε ανοιχτό πεδίο ανέρχονταν σε εκατοντάδες χιλιάδες. Το ανθρώπινο δυναμικό έπρεπε να προστατευτεί για να συνεχίσει να υπάρχει και κατ’ επέκταση να πολεμάει. Τα χαρακώματα αποτέλεσαν μια λύση αρχικά και έτσι ο πόλεμος έγινε στατικός. Οι στρατιώτες πολεμούσαν επί μέρες για να κερδίσουν μερικά μέτρα έδαφος. Για να αποσπάσουν κάποιο πλεονέκτημα οι μεγάλες δυνάμεις γιγάντωσαν την παραγωγή βλημάτων και εκρηκτικών υλών161. Νέα όπλα κατασκευάστηκαν (τανκς), ενώ τα αεροπλάνα προσπαθούσαν να διασπάσουν τις καλά οχυρωμένες θέσεις του εχθρού. Ο πόλεμος μετατράπηκε σε έναν εκατέρωθεν πόλεμο φθοράς υλικών και ανθρώπων. Στόχος των αντιμαχόμενων δεν ήταν μόνο οι αντίπαλες στρατιωτικές δυνάμεις, αλλά ο πληθυσμός και τα οικονομικά κέντρα του εχθρού. Ολόκληρη η ευρωπαϊκή κοινωνία στρατιωτικοποιήθηκε. Οι εθνικοί πόροι υποτάχθηκαν στις ανάγκες του πολέμου για καλύψουν τους μεγάλους στόλους πλοίων, υποβρυχίων (νέο όπλο) και αεροπλάνων162.

Ο Μεγάλος Πόλεμος θύμιζε ανθρώπινο σφαγείο. Τα πιο αντιπροσωπευτικά δείγματα τα έδωσαν οι μάχες του Μάρνη, του Βερντέν, του Σομ και του Υπρ, όπου οι νεκροί σε κάθε μια από αυτές ανήλθαν σε εκατοντάδες χιλιάδες163. Στη μάχη του Σομ μέσα σε μια μέρα οι Βρετανοί έχασαν κοντά στις 60.000 άντρες. Οι στρατιωτικές απώλειες του Μεγάλου Πολέμου ανήλθαν στα 10.000.000 και για τα δυο στρατόπεδα. Το καινούργιο στοιχείο στη μακάβρια λίστα των νεκρών ήταν τα 10.000.000 νεκρών πολιτών164. Πλέον, ο πόλεμος ήταν υπόθεση ενός ολόκληρου έθνους, μιας ολόκληρης κοινωνίας, ασχέτως αν το μεγαλύτερο της μέρος δεν είχε κανένα συμφέρον από τον πόλεμο. Αυτό άρχισαν να το συνειδητοποιούν οι στρατιώτες προς τα τέλη του πολέμου, όταν οι στάσεις στο γαλλικό στρατό -κυρίως- έλαβαν διαστάσεις επιδημίας. Στο ανατολικό μέτωπο, ο ρωσικός στρατός μισοδιαλυμένος και χωρίς επάρκεια πολεμοφοδίων ήταν σε πλήρη στάση. Οι επιτροπές των στρατιωτών (σοβιέτ) υπό την καθοδήγηση των μπολσεβίκων καλούσαν ανοιχτά σε λήξη του πολέμου. Ωστόσο, παρά τη λήξη τον Οκτώβρη του 1918, το κεφάλαιο του ολοκληρωτικού πολέμου δεν είχε τελείωσει. Ο επόμενος πόλεμος θα ήταν και ο πιο καταστροφικός στην ανθρώπινη ιστορία.

Αυτό που θα μπορούσε να χαρακτηρίσει τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο είναι ο εκβαρβαρισμός. Προφανώς, σε αυτήν την εξέλιξη είχε βοηθήσει το εργαστήρι του Μεγάλου Πολέμου, αλλά κυρίως οι τακτικές που είχαν εφαρμόσει οι μεγάλες αποικιοκρατικές δυνάμεις στις αποικίες τους στα τέλη του 19ου με αρχές 20ου αιώνα165. Η ναζιστική Γερμανία για να στηρίξει τις αυξημένες ανάγκες της πολεμικής της βιομηχανίας δημιούργησε τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, τα οποία χωρίζονταν σε στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας και εξόντωσης. Στα πρώτα οι Ναζί τοποθετούσαν αυτούς που ήταν δυνατοί και ικανοί για να σηκώσουν το βάρος της πολεμικής βιομηχανίας. Να σημειώσουμε, εδώ, ότι η εργασία αυτή θύμιζε συνθήκες πραγματικής σκλαβιάς. Αυτοί που δεν ήταν «βιομηχανικά αξιοποιήσιμοι», «εξαϋλώνονταν» στα κρεματόρια. Συντελούνταν μια πραγματικά βιομηχανική παραγωγή θανάτου, η οποία έλαβε ρατσιστικά και ιδεολογικά χαρακτηριστικά. Οι Εβραίοι, οι κομμουνιστές, οι τσιγγάνοι, οι ομοφυλόφιλοι εξοντώθηκαν σε μαζική κλίμακα.166 Η Γερμανία κατέστησε το μεγαλύτερο μέρος της Ευρώπης μια αποκλειστική οικονομική ζώνη «ναζιστικών συμφερόντων». Πέρα από το δωρεάν εργατικό δυναμικό, ο εθνικός πλούτος των υποδουλωμένων χωρών λεηλατήθηκε για τις στρατιωτικές ανάγκες των Ναζί.

Στο αμιγώς στρατιωτικό πεδίο ο πόλεμος έλαβε σταδιακά ολοκληρωτικές διαστάσεις. Εν αντιθέσει με τον προηγούμενο παγκόσμιο πόλεμο, που εξελίχθηκε σε στατικό, τούτος ο πόλεμος ήταν ο πόλεμος των μεγάλων ταχυτήτων. Ο κεραυνοβόλος πόλεμος (Blitzkrieg)167, όπως ονομάστηκε η συνδυασμένη και αστραπιαία προέλαση τεθωρακισμένων μεραρχιών με τα βομβαρδιστικά σμήνη κάθετης εφόρμησης, αποδείχθηκε αρχικά αποτελεσματικός, καθώς οι Ναζί μέσα σε ελάχιστο διάστημα συνέτριψαν τη Γαλλία και μέχρι το 1941 είχαν καθυποτάξει το μεγαλύτερο μέρος της ευρωπαϊκής ηπείρου. Με την εφεύρεση του ασυρμάτου οι πολεμικές επιχειρήσεις γίνονταν σε «πραγματικό χρόνο», αφού οι εντολές μεταβιβάζονταν με μεγάλη ταχύτητα. Η πολεμική βιομηχανία όλων των χωρών δούλευε αγόγγυστα για να καλύψει τις ανάγκες σε πολεμικό υλικό. Η παραγωγή αεροπλάνων και τανκς εκτοξεύθηκε, καθώς τα όπλα αυτά κάναν τη διαφορά στη μάχη. Στο κυρίως μέτωπο του πολέμου οι δυο αντίπαλες δυνάμεις επιδόθηκαν σε έναν ξέφρενο ρυθμό παραγωγής όπλων. Η Σοβιετική Ένωση από το 1941 μέχρι το 1945 παρήγε 102.600 αεροπλάνα έναντι 76.200 γερμανικών και 92.600 άρματα μάχης έναντι 41.500168. H σημασία των βιομηχανικών υποδομών ήταν ζωτικής σημασίας, καθώς από αυτές εξαρτιόταν η πολεμική παραγωγή και ως ένα σημαντικό βαθμό η έκβαση του πολέμου. Με αυτό το σκεπτικό η ηγεσία της ΣΕ πήρε την απόφαση να μεταφέρει το μεγαλύτερο όγκο της βιομηχανίας κατά το διάστημα 1941-1942 στα ασιατικά της εδάφη169. Στην άλλη πλευρά του ωκεανού, η πολεμική βιομηχανία των ΗΠΑ το 1943 καταλάμβανε το 40% της συνολικής βιομηχανικής παραγωγής της χώρας, ενώ η παραγωγή πλοίων δεκαπλασιάστηκε. Μεταξύ 1941-1942 οι ΗΠΑ καθέλκυσαν 21 αεροπλανοφόρα και άρχισαν σταδιακά να παίρνουν τον έλεγχο στον Ειρηνικό Ωκεανό170.

Η χρήση του αεροπλάνου στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο έπαιξε βαρύνοντα ρόλο για τις πολεμικές αναμετρήσεις. Το νέο στοιχείο στον πόλεμο αυτόν είναι ότι η πολεμική αεροπορία δεν ήταν πλέον μόνο τα «μάτια» του πεζικού και του ναυτικού, αλλά και το «ιπτάμενο πυροβολικό» του στρατού. Ήδη από τον Μεσοπόλεμο είχαν διατυπωθεί απόψεις από θεωρητικούς της αεροπορικής ισχύος, όπως του Ντουέτ και του Μίτσελ171, για τον καθοριστικό ρόλο που μπορούσε να παίξει η αεροπορία. Σύμφωνα με αυτούς, ο κύριος στόχος των αεροπορικών επιθέσεων έπρεπε να είναι «τα νεύρα της ισχύος»172. Η άποψη του στρατηγικού βομβαρδισμού βρήκε απήχηση και στις δυο αντιμαχόμενες πλευρές κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο Χίτλερ, από τη μια πλευρά, βομβάρδισε για μήνες την Αγγλία το 1940, και από την άλλη πλευρά οι Βρετανοί και οι Αμερικάνοι συνέλαβαν το σχέδιο του στρατηγικού βομβαρδισμό των μεγάλων βιομηχανικών κέντρων της Γερμανίας. Το κόστος σε ανθρώπινες ζωές από τέτοιες επιχειρήσεις που στόχευαν το εργατικό δυναμικό ήταν μεγάλο. Όπως και στον Α΄ Παγκόσμιο, έτσι και εδώ η διάκριση στρατιώτη και πολίτη ήταν ουσιαστικά ανύπαρκτη. Ο ολοκληρωτικός πόλεμος έβαζε στον στόχο τις παραγωγικές δομές και τον πληθυσμό της κάθε χώρας, καθώς αυτοί ήταν άμεσα συνυφασμένοι με την πολεμική της ικανότητα. Συνολικά, οι ανθρώπινες απώλειες του πολέμου κυμαίνονται μεταξύ 60 και 78.000.000 (3-4% του παγκόσμιου πληθυσμού). Από αυτές τα 40.000.000 ήταν ζωές αμάχων. Η Σοβιετική Ένωση, που σήκωσε και το μεγαλύτερο βάρος του πολέμου, ήταν «πρωταθλήτρια» σε απόλυτα νούμερα, καθώς έχασε 24 εκατομμύρια ανθρώπους (14% του πληθυσμού της). Η Πολωνία είχε τα περισσότερα θύματα αναλογικά με τον πληθυσμό της (16%)173.

Το αποκορύφωμα της απόλυτης σφαγής ήρθε με τον βομβαρδισμό των ιαπωνικών πόλεων Χιροσίμα και Ναγκασάκι τον Αύγουστο του 1945 από τις ΗΠΑ. Ο βομβαρδισμός αυτός είχε γίνει με ένα νέο αντισυμβατικό όπλο, που βασιζόταν στην έκλυση ενέργειας από τη σχάση των πυρήνων του ατόμου. Η ατομική βόμβα ήταν γεγονός και η αποτελεσματικότητά της δοκιμάστηκε στον ιαπωνικό πληθυσμό με άμεσα θύματα 130.000 περίπου νεκρούς, εκ των οποίων η συντριπτική πλειοψηφία ήταν άμαχοι. Το νέο όπλο προσέδωσε στον πόλεμο μια πραγματικά καταστρεπτική διάσταση, καθώς αμφισβητούσε την ίδια την συνέχεια του ανθρώπινου είδους. Στην μεταπολεμική περίοδο το ζήτημα των πυρηνικών ήταν στην ημερήσια διάταξη. Λόγω της οξυμένης αντιπαράθεσης καπιταλιστικού και σοσιαλιστικού κόσμου, οι δυο κύριοι φορείς αυτών των στρατοπέδων, ΗΠΑ και ΕΣΣΔ, οδηγήθηκαν σε μία κούρσα ανταγωνισμών για την πυρηνική και εν τέλει στρατιωτική ισχύ. Ωστόσο, μέσα σε αυτό το πλαίσιο και με αφετηρία ήδη τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο αναπτύχθηκε και μια άλλη μορφή πολέμου. Η ΕΣΣΔ εκτός από πρωτοπόρα δύναμη κατά των Ναζί ήταν ταυτόχρονα και φορέας ενίσχυσης και προώθησης των εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων εναντίον των δυνάμεων του Άξονα. Ανάμεσα στα πολλά κινήματα που αναπτύχθηκαν, εκείνο που ξεχώρισε, ήταν το κινεζικό εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα εναντίον των Ιαπώνων μιλιταριστών. Η εμπειρία των κινέζων κομμουνιστών από τον Σινοϊαπωνικό πόλεμο (1937-1945) και απο τον μετέπειτα εμφύλιο πόλεμο (1946-1949) ήταν πολύτιμη όχι μόνο για τους ίδιους, αλλά και για τα μετέπειτα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα του μεταπολεμικού κόσμου. Οι τακτικές ανταρτοπόλεμου των κινέζων κομμουνιστών αποδείχθηκαν άκρως αποτελεσματικές, καθώς το ΚΚΚ (Κομμουνιστικό Κόμμα Κίνας) επικράτησε σε βάρος του Κουομιντάνγκ το 1949. Ο Μάο Τσε Τουνγκ, ως ο Κλαούζεβιτς του Τρίτου Κόσμου, διακήρυττε ότι ο πόλεμος είναι μια «αιματηρή πολιτική»174. Στην περίπτωση της Κίνας το πολιτικό διακύβευμα του πολέμου ήταν η εκδίωξη των Ιαπώνων ιμπεριαλιστών και η μετέπειτα εγκαθίδρυση της Λαϊκής Δημοκρατίας. Ο Μάο ανέπτυξε τη δική του θεωρία περί ανταρτοπόλεμου, η οποία επηρέασε και άλλους λαούς που είχαν ως στόχο την αποτίναξη της ξένης κυριαρχίας. Πλήθος ένοπλων αντιιμπεριαλιστικών κινημάτων απλώθηκαν από την Σινική Θάλασσα (Βιετνάμ) μέχρι τις χώρες του Μάγκρεμπ (Αλγερία) και τις παρυφές του Κόλπου του Μεξικού (Κούβα). Ήταν η περίοδος της αποαποικιοποίησης και των μεγάλων εθνικοαπελευθερωτικών πολέμων στη «ζώνη των θυελλών», που κλόνισαν τον ευρωπαϊκό και αμερικάνικο ιμπεριαλισμό.

VI. Επίλογος

Θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι η ιστορία της ανθρωπότητας είναι η ιστορία του πολέμου. Κάτι τέτοιο είναι σωστό εν μέρει. Όντως, οι πόλεμοι είναι πολλές φορές «τα πιο καθαρά σημάδια της ιστορίας», που «φωτίζουν» τις χρονολογίες και αναδεικνύουν τις τομές, το πέρασμα από μια περίοδο σε μία άλλη. Πολλές φορές από αυτούς ξεπηδούν νέα κράτη και άλλα χάνονται στο πηγάδι της αιώνιας λήθης. Οι πόλεμοι έχουν καθοριστική επίδραση στο «βάφτισμα» ιστορικών περιόδων (π.χ. προπολεμική περίοδος, Μεσοπόλεμος, μεταπολεμική περίοδος) και κατ’ επέκταση στην ιστορική-συλλογική μνήμη. Ο πόλεμος είναι ένα πολυδιάστατο φαινόμενο που εσωκλείει πολλές παραμέτρους. Είναι χαρακτηριστική, άλλωστε, η φράση του Quincy Wright ότι «ο πόλεμος είναι μια σύγκρουση ταυτόχρονη ενόπλων δυνάμεων, λαϊκών συναισθημάτων, νομικών δογμάτων, εθνικών παραδόσεων». Ο πόλεμος είναι ένα στοιχείο συνυφασμένο με την κοινωνία μας. Άλλωστε, όπως έλεγε και ο Κλαούζεβιτς, ο πόλεμος βρίσκεται στο πεδίο της κοινωνικής ύπαρξης και υπ’ αυτήν την έννοια παρεμβαίνει σε όλα τα πεδία της ανθρώπινης κοινωνίας. Έτσι, σε περιόδους πολέμου, η οικονομία μιας χώρας ρυθμίζεται με βάση τις πολεμικές ανάγκες. Ο ίδιος πόλεμος, άλλωστε, θυμίζει μια οικονομική λειτουργία. Όπως, μια επιχείρηση που συσσωρεύει κεφάλαιο και κάποια στιγμή το επενδύει για να αποδώσει κέρδη, έτσι και ο πόλεμος συσσωρεύει ανθρώπινους και φυσικούς πόρους προς όφελος των συμφερόντων αυτών που τον υποκινούν. Από τον πόλεμο βγαίνουν κερδισμένες και οι πολεμικές βιομηχανίες, οι οποίες θησαυρίζουν. Στη δημογραφία, ο πόλεμος είναι μια παγκόσμια σταθερά, καθώς, όπως λέει ο Gaston Bouthoul, o πόλεμος δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια «οργανωμένη και αρματωμένη αποδημία». Τέλος, ο πόλεμος επηρεάζει τις εθνολογικές κατασκευές και την μαζική ψυχολογία της κοινωνίας.

Ωστόσο, ο πόλεμος παρά τη βαρύνουσα σημασία του δεν είναι ο μοναδικός παράγοντας διαμόρφωσης των ανθρώπινων κοινωνιών. Πράγματι, ο πόλεμος «φέρνει κοντά τους ανθρώπους» -πιο κοντά από ό,τι θα έπρεπε-, αλλά δεν είναι ο μοναδικός παράγοντας κίνησης της παγκόσμιας ιστορίας. Η πολιτική, η οικονομία, το εμπόριο, η τεχνολογία είναι τομείς που έπαιξαν και παίζουν καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση των ανθρώπινων κοινωνιών, αλλά και στον ίδιο τον πόλεμο ως φαινόμενο. Ως εκ τούτου, ο πόλεμος δεν είναι παρά μια από τις πολλές «λειτουργίες» της ανθρώπινης κοινωνίας. Είναι ένα καταστροφικό φαινόμενο που ακολουθεί τον άνθρωπο από τα πρώτα βήματά της εξέλιξής του. Ας ελπίσουμε, όμως, ότι η πραγματική ανθρώπινη εξέλιξη σήμερα θα είναι η εξαφάνισή του. Αυτό, βέβαια, είναι ένα ζήτημα που ίσως καταλήξει σαν το μύθο του Σίσυφου. Δηλαδή, κάθε φορά που τελειώνει ένας πόλεμος να προσπαθεί  η ανθρωπότητα να τον στείλει στο πυρ το εξώτερον και κάθε φορά που κοντοζυγώνει να προσπαθούν οι αντιμαχόμενες ελίτ να πείσουν για τα όποια επίπλαστα οφέλη του. Μάλλον, ο Σίσυφος θα πρέπει να μην ξανασηκώσει τον βράχο. Αλλά, ίσως χρειαστεί και να το κάνει για ακόμη μια φορά. Αυτή τη φορά, όμως, μόνο για να τον πετάξει σε αυτούς που τον πόλεμο υποκινούν.

ΑΥΤΟΙ ΠΟΥ ΒΡΙΚΟΝΤΑΙ ΨΗΛΑ ΛΕΝΕ: ΠΟΛΕΜΟΣ ΚΑΙ
ΕΙΡΗΝΗ είναι δυο πράγματα ολότελα διαφορετικά
Όμως η ειρήνη τους και ο πόλεμός τους
μοιάζουν όπως ο άνεμος κι η θύελλα
Ο πόλεμος γεννιέται απ’ την ειρήνη τους
καθώς ο γιος από την μάνα
έχει τα δικά της απαίσια χαρακτηριστικά.

Ο πόλεμός τους σκοτώνει
ό,τι άφησε όρθιο
η ειρήνη τους.

ΜΠ. ΜΠΡΕΧΤ (Γερμανικό εγχειρίδιο πολέμου)

——————————————————————

Σημειώσεις

1 Από τους πιο κλασικούς ορισμούς του πολέμου θεωρείται αυτός του Πρώσου αξιωματικού Κλαούζεβιτς, κατά τον οποίον «πόλεμος δεν είναι τίποτε άλλο από τη συνέχιση της κρατικής πολιτικής με άλλα μέσα». Βλ. C. Von Clauzewitz, Περί του Πολέμου, μτφ. Ν. Ξεπουλιά, Βάνιας, Θεσσαλονίκη 1999, σ. 21. Ο ορισμός αυτός υιοθετείται από τους κλασικούς του κομμουνισμού του 20ου αιώνα, Λένιν και Μάο. Βλ. Β.Ι Λένιν, Για τον πόλεμο και τη σοσιαλιστική επανάσταση,  Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 2013, σ. 111-112, 311-313 ·  Μάο Τσε-Τουνγκ, «Ο παρατεταμένος πόλεμος», Άπαντα, μτφ. Ν. Συλβανός, τόμος Β’, Μόρφωση, Αθήνα χ.χ., σ. 192. 

2 K. Kerényi, H μυθολογία των Ελλήνων, μτφ. Δ. Σταθόπουλος, Εστία, 15η έκδοση, Αθήνα 2012, σ. 37-44.

3 Κλ. Κ. Αναγνωστίδης, Παγκόσμιος Μυθολογία, Αναγνωστίδης, Αθήνα χ.χ., σ. 14, 16, 29, 33, 37, 40, 60, 63-65, 80, 88, 92, 94-95, 98-99, 103-105, 131, 133.

4 Ενδεικτικά παραθέτουμε τα ακόλουθα αποσπάσματα: «… καὶ παραδώσει αὐτοὺς Κύριος ὁ Θεός σου εἰς τὰς χεῖράς σου καὶ πατάξεις αὐτούς, ἀφανισμῷ ἀφανιεῖς αὐτούς, οὐ διαθήσῃ πρὸς αὐτοὺς διαθήκην, οὐδὲ μὴ ἐλεήσητε αὐτούς…» (Δευτερονόμιο, 7.2) · «Ἰδοὺ γὰρ Κύριος ὡς πῦρ ἥξει καὶ ὡς καταιγὶς τὰ ἅρματα αὐτοῦ ἀποδοῦναι ἐν θυμῷ ἐκδίκησιν αὐτοῦ καὶ ἀποσκορακισμὸν αὐτοῦ ἐν φλογὶ πυρός..» (Ησαΐας 66,15) · «… ἐν γὰρ τῷ πυρὶ Κυρίου κριθήσεται πᾶσα ἡ γῆ καὶ ἐν τῇ ῥομφαίᾳ αὐτοῦ πᾶσα σάρξ· πολλοὶ τραυματίαι ἔσονται ὑπὸ Κυρίου». (Ησαΐας 66, 16) · «… καὶ καύσω πῦρ ἐν τείχει Δαμασκοῦ, καὶ καταφάγεται ἄμφοδα υἱοῦ Ἄδερ» (Ιερεμίας 30, 16).

5 Γ. Δ. Ζιάκας, Θρησκεία και Πολιτισμός των προϊστορικών κοινωνιών και των αρχαίων λαών, Κορνηλία Σφακιανάκη, Θεσσαλονίκη, 402-403. 6 Το ιερό Κοράνιο και μετάφραση των εννοιών του στην ελληνική γλώσσα, Συγκρότημα του βασιλιά Φαχντ για την εκτύπωση του ιερού Κορανίου, 2000. Βλ. Κεφάλαιο 9 (§ 5, 29, 89).

7 Ο Raymond d’ Aguiles αναφέρει χαρακτηριστικά: «…δίκαιη και θαυμαστή η κρίση του Κυρίου που θέλησε τούτος ο τόπος να δεχτεί το αίμα αυτών που οι βλασφημίες τους επί καιρώ τον είχαν λερώσει…». Πρβλ. G. Bouthoul, O Πόλεμος, Ι. Ν. Ζαχαρόπουλος, Αθήνα 1966, σ. 12.

Στο ίδιο, σ. 13.

9 Για την περιγραφή της τεχνικής αυτής και της εξέλιξής της στη δημιουργία χειροπελέκεων βλ. Αικατερίνη Παπαευθυμίου Παπανθίμου, Εισαγωγή στους πολιτισμούς της προϊστορίας, Βάνιας, 2η έκδοση, Θεσσαλονίκη 2007, σ. 23-24.

10 Στο ίδιο, σ. 28-29.

11 Η ανακάλυψη μιας αιχμής από πυρόλιθο στο κουφάρι μια αρκούδας στην Τεργέστη καθώς και το ακόντιο που βρέθηκε καρφωμένο σε έναν ελέφαντα στο Σλέσβιχ-Χολστάιν το 100.000 π.Χ μαρτυρούν την κυνηγετική δεινότητα του Νεάντερνταλ. Βλ. J. Keegan, Η Ιστορία του Πολέμου, μτφ. Λ. Χαραλαμπίδης, «Νέα Σύνορα»-Α.Α. Λιβάνης, Αθήνα 1997, σ. 230.

12 Ταχύτητα στις ενέργειες, εξαιρετικά ανεπτυγμένες αισθήσεις όρασης, ακοής, όσφρησης, φυσική αντοχή, λεπτομερής γνώση των ικανοτήτων των θηραμάτων και επειδεξιότητα στη χρήση των όπλων που διέθετε. Βλ. H. Breuil & R. Lautier, The Men of the Old Stone Age, Λονδίνο 1965, σ. 68.

13 J. Keegan, ό.π., σ. 232-233.

14 J. Black, War – A short history, Bloomsbury, Λονδίνο 2009, σ. 14.

15 F. Wendorf, The Prehistory of Nubia, Southern Methodist University, Ντάλας 1968, σ. 959.

16 Για μια αναλυτική παρουσίαση των πρώτων οχυρωμένων πόλεων και οχυρών βλ. J. Keegan, Η ιστορία του πολέμου, 241-243, 261-268.

17Στο ίδιο, σ. 279-280.

18 Όρος που χρησιμοποιήθηκε από τον H. Turney-High στο έργο του Primitive War: Its practice and concepts, University of South California Press, Κολούμπια, Νότια Καρολίνα 1971. Πρβλ. J. Keegan, ό.π., σ. 187-191.

19 J. Keegan, ό.π., σ. 84-98, 192-226.

20 Ντ. Κάπλαν, Η Εκδίκηση της Γεωγραφίας – Τι μας λέει ο χάρτης για τις επερχόμενες συγκρούσεις και τη μάχη ενάντια στο πεπρωμένο, μτφ. Σπ. Κατσούλας, Μελάνι, Αθήνα 2016, σ. 31-34.

21 C. von Clauzewitz, Περί του Πολέμου,σ.111.

22 Κ.Κολιόπουλος, Η στρατηγική σκέψη από την αρχαιότητα έως σήμερα, Ποιότητα, Αθήνα 2008, σ. 171-172.

23 J. S. Corbett, Some Principles of Maritime Strategy, Dover Publications, Νέα Υόρκη 2004, σ. 13 · πλήρης επανέκδοση του πρωτότυπου έργου J. S. Corbett, Some Principles of Maritime Strategy, Longmans, Green and Co., Λονδίνο και Νέα Υόρκη 1911.

24 Για τους περιορισμούς των πλοίων βλ. J. Keegan, Η Ιστορία του πολέμου, σ. 143-148.

25 Οι ναυμαχίες διεξάγονται κατά κύριο λόγο για να διασφαλιστεί η ελεύθερη έξοδος από τα λιμάνια, η παράκτια ναυσιπλοΐα και η άμυνα εναντίον των εισβολέων. ΒJ. Keegan, ό.π., σ. 148-152.

26 Το dreadnought 1906 με ταχύτητα 10 κόμβων την ημέρα εξαντλούσε μέσα σε 5 μέρες το κάρβουνο που διέθετε. Η μοναδική δύναμη που μπορούσε να διατηρεί ένα μεγάλο στόλο σε όλες τις θάλασσες ήταν η Μ. Βρετανία, η οποία διέθετε ένα παγκόσμιο δίκτυο ναυτικών βάσεων, στις οποίες αναθρακεύονταν τα πλοία. Αντίθετα, χερσαίες δυνάμεις χωρίς δικά τους δίκτυα σταθμών (Ρωσία, Γερμανία), αναγκάζονταν να εξαρτώνται από την καλή θέληση της «δόλιας Αλβιώνας» ή να φορτώνουν τεράστιες ποσότητες άνθρακα στα πλοία, τα οποία λόγω του υπερβολικού φορτίου καθίσταντο άχρηστα για στρατιωτική χρήση (π.χ. Ρωσία στον Ρωσοϊαπωνικό Πόλεμο)Βλ.J. Keegan, ό.π., σ. 149.

27 Για τα γεωγραφικά πλεονεκτήματα ή μειονεκτήματα της Αδριανούπολης βλ. J. Keegan, ό.π., σ. 155-157.

28 Ο Δνείπερος και ο Νιέμεν με τους παραποτάμους τους και τις πηγές τους δημιουργούν τα έλη του Πρίπετ, έναν βούρκο 100.000 τετραγωνικών χιλιομέτρων, ο οποίος αποτελεί μια φυσική αντίσταση σε οπιάδηποτε προέλαση (η τρύπα της Βερμαχτ κατά τον Β. Π.Π.). Τα εποχιακά έλη (rasputitsa) καλύπτουν τη στέππα δυο φορές τον χρόνο. Η παρατεταμένη rasputitsa του φθινοπώρου του 1941 καθυστέρησε την προέλαση των pantzer.

29 G. Chaliand, A global history of war: From Assyria to the Twenty-First Century, transl. M. Mangin-Woods & D. Woods, University of California Press, Όκλαντ 2014, σ. 92.

30 J. Diamond, Όπλα, μικρόβια και ατσάλι, μτφ. Κ. Γαρδίκα, Κάτοπτρο, Αθήνα 2007, σ. 185.

31 Αρχικά, ο άνθρωπος πρώτα έγινε αναβάτης του βοδιού, του ονάγρου και ίσως του ταράνδου. Μάλιστα, στα μέσα της τρίτης χιλιετίας στη Μεσοποταμία υπάρχουν αναπαραστάσεις με άρματα που τα σέρνουν όναγροι (βλ. Παράρτημα, Εικόνα 1).

32 J. Keegan, H Ιστορία του Πολέμου, σ. 290.

33 Γ. Μαργαρίτης, Πόλεμος και Πολιτική, Ελληνικά Ακαδημαϊκά Ηλεκτρονικά Συγγράμματα και Βοηθήματα (Κάλλιπος), σ. 19.

34 Ο αναβάτης δεν ήταν πάντα ένας. Σύμφωνα με ασσυριακές πηγές υπήρχαν τρεις αναβάτες: o ηνίοχος, ο τοξότης και ένας που έφερε ασπίδα για να προστατεύει τους πρώτους Βλ. G. Chaliand, A global history of war, σ. 34-35. · Παρόμοιες περιγραφές υπάρχουν και για τους Χετταίους. Βλ. St. Morillo, J. Black, P. Lococo, War in World History. Society, Technology, and War from Ancient Times to the Present, Volume I, McGraw-Hill, Νέα Υόρκη 2009, σ. 11

35 J. Keegan, Η Ιστορία του Πολέμου, σ. 302.

36 Στο ίδιοσ304-305.

37 St. Morillo, J. Black, P. Lococo, ό.π., σ. 12.

38 G. Chaliand, ό.π., σ. 34-35.

39 Οι τοξότες αρματηλάτες είναι αυτοί που κερδίζουν τις μάχες. Για να ανήκει κάποιος σε αυτήν τη στρατιωτική τάξη, έπρεπε να εξασκείται επί μονίμου βάσεως. Η βασική τους απασχόληση ήταν η προετοιμασία για τον πόλεμο. Κατά συνέπεια, το άλογο, η κατασκευή του άρματος και ο χρόνος για την εκπαίδευση σε αυτό το σύνθετο όπλο ήταν υπόθεση των ανώτερων τάξεων. Βλ. Γ. Μαργαρίτης, Πόλεμος και Πολιτική, σ. 21-22.

40 Η επιλογή αυτή οφείλεται στο ότι τα άλογα δεν μπορούν να αντέξουν ακόμα το βάρος του αναβάτη. Οι πρώτες απεικονίσεις αυτής της περίεργης ίππευσης -για τα σημερινά δεδομένα- βρίσκονται στους τοίχους του ναού του Abu Simbel και αναπαριστούν σκηνές από τη μάχη του Καντές. Για μια σύγχρονη αποτύπωση του αρχικού ανάγλυφου βλ.https://www.nilemuse.com/muse/horsemen.html.

41 Οι λαοί που μιλούν γλώσσες, οι οποίες εντάσσονται στην αλταϊκή οικογένεια γλωσσών. Σε αυτήν περιλαμβάνονται οι τουρκικές, οι μογγολικές και οι τουνγουζικές.

42 Η λίστα με τους καβαλάρηδες κατακτητές από τη στέπα είναι μεγάλη. Για μια αναλυτική περιγραφή των λαών αυτών βλ. το έργο του γάλλου τουρκολόγου J-P Roux, Η ιστορία των Τούρκων – 2.000 χρόνια από τον Ειρηνικό ως τη Μεσόγειο, Γκοβόστης, μτφ. Μ. Σμυρνιώτη, Αθήνα 1998.

43 W. H. McNeill, The human condition – Αn ecological and historical view, Princeton University Press, Νιου Τζέρσεϋ 1989, σ.45-47.

44 J. C. Scott, Against the grain: A deep history of the earliest states, Yale University Press, Γέιλ 2017, σ. 223,

45 Στο ίδιο, σ. 237-238.

46 Οι Ούννοι ήταν τουρκικός λαός με καταγωγή από τις περιοχές της σημερινής Μογγολίας. Η συγκεκριμένη περιοχή ήταν η μήτρα και άλλων μεγάλων στρατηλατών. Το πλεονέκτημα αυτής της περιοχής ήταν οι μεγάλες χορτολιβαδικές εκτάσεις, οι οποίες μπορούσαν να συντηρήσουν εκατομμύρια άλογα. Για τους αριθμούς βλ. J-P Roux, ό.π., 90-93.

47 Το έργο του Κινέζου στρατιωτικού της αρχαιότητας Σουν Τσου, «Η τέχνη του Πολέμου», βρίθει τέτοιων τακτικών. Βλ. Sun Tzu, Η τέχνη του πολέμου, μτφ. Ρ. Λέκου-Δάντου, Περίπλους, Αθήνα 2003, σ. 22-23, 31, 54-61.

48 Το όνομα των Ούννων και του Αττίλα ήταν πηγή έμπνευσης για καλλιτέχνες όπως ο Βέρντι και άλλοι. Βλ. Α. Γ. Κ. Σαββίδης, Ούννοι, Βυζάντιο και Ευρώπη – Ο κόσμος των πρώϊμων τούρκων, Ίδρυμα Γουλανδρή-Χορν, 2η έκδοση, Αθήνα 2004, σ. 20 · Για τον συστηματικό χαρακτηρισμό των Ναζί ως Ούννων από τους Άγγλους και τους Αμερικάνους κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο βλέπε την κριτική ματιά του D. Losurdo, War and Revolution. Rethinking the Twentieth Century, transl. G. Elliott, Verso, Λονδίνο/Νέα Υόρκη 2015, σ. 130-134.

49 Για μια αναθεωρητική οπτική στις έννοιες «βάρβαρος και «πολιτισμένος» βλ. J. C. Scott, Against the grain: A deep history of the earliest states, σ. 219-156.

50 «Δίποδα ζώα», χαρακτηρισμός των Ούννων στο έργο του Ρωμαίου ιστορικού Αμμιανού Μαρκελλίνου, Res gestae. Πρβλ. Α. Γ. Κ. Σαββίδης,

Ούννοι, Βυζάντιο και Ευρώπη ό.π., σ. 19.

51 E. A. Thompson, A history of Attila and the Huns, Clarendon Press, Οξφόρδη 1948, σ. 177

52 Στο ίδιο, σ. 162.

53 Στο ίδιο, σ. 170-174.

54 Χ. Μπαντάουη, Εισαγωγή στην Ιστορία του Ισλαμικού Κόσμου. Διοίκηση, Κοινωνία, Οικονομία – Προϊσλαμική Περίοδος, τόμος Β’, Βάνιας, Θεσσαλονίκη 2010, σ. 119-125.

55 Οι Άραβες ήδη από τον 7ο-8ο αιώνα διέθεταν ένα εξελιγμένο σύστημα εμπορικών επιχειρήσεων και συναλλαγών Abu-Lughod, J. L., Before European Hegemony: The World System, A.D.1250-1350, Oxford University Press, Οξφόρδη 1989, σ. 216-224

56 Η λέξη Ισλάμ είναι απαρέμφατο του ρήματος «μασντάρ» <ασλάμα<σαλίμα = είµαι σώος και ασφαλής, ακέραιος και αβλαβής, έχω ειρήνη, ησυχάζω (π.χ. ο καθημερινός χαιρετισμός ασ-Σαλάµ αλέικουµ= ειρήνη υμίν). Το ζήτημα της ειρήνης-ενότητας στο κατακερματισμένο φυλετικό σύστημα της αραβικής χερσονήσου είναι πρωταρχικός στόχος για τη νέα ιδεολογία. Βλ. Γ. Δ Ζιάκας, Θρησκεία και Πολιτισμός των προϊστορικών κοινωνιών και των αρχαίων λαών, σ. 358.

57 Κ. Κολιόπουλος, Η στρατηγική σκέψη από την αρχαιότητα έως σήμερα, Ποιότητα, Αθήνα 2008, σ. 100.

58 Μόνο 600 αλόγα στη μάχη της Κουαντισίγια εναντίον των Περ΄σων. Βλ. J. Keegan, ό.π., σ. 350.

59 Από τις πιο σημαντικές ενδοφυλετικές μάχες για την εδραίωση του Ισλάμ ήταν αυτή της Μάχης της Τάφρου (Ghazwah al-Khandaq) το 627 μεταξύ Μωάμεθ και Κουραϊσιτών. Για τις πολεμικές τακτικές των Αράβων βλ. St. Morillo, J. Black, P. Lococo, War in World History Volume I, σ. 144.

60 Το χαλιφάτο των Ομεϋάδων σπαράχτηκε από τον εμφύλιο πόλεμο (744-750), ο οποίος αρχικά ονομάστηκε από τους εξεγερμένους ως Επανάστασης της Ισότητας με στόχο την παραχώρηση δικαιωμάτων στους μη αραβικούς πληθυσμούς και κυρίως στους Πέρσες. Την κατάσταση αυτή εκμεταλλεύτηκαν οι Αββασίδες, οι οποίοι ίδρυσαν τη δικιά τους δυναστεία με έδρα πλέον τη Βαγδάτη. Βλ. αναλυτικά Χ. Μπαντάουη, Εισαγωγή στην Ιστορία του Ισλαμικού Κόσμου, τόμος Α’, Βάνιας, Θεσσαλονίκη 2003, σ. 199-205.

61 J. Keegan, Η Ιστορία του Πολέμου, σ. 353-354.

62 Για τη μάχη της Αϊν-Τζαλούτ είναι χαρακτηριστική η ρήση ενός ιστορικού από τη Δαμασκό του 13ου : «Είναι αξιοσημείωτο ότι οι Τάταροι (οι Μογγόλοι, σημ. δική μας) καταστράφηκαν από ανθρώπους της δικής τους φυλής, τους Τούρκους!». Πρβλ. J-P Roux, Η ιστορία των Τούρκων, σ. 227.

63 J. Abu-Lughod, Before European Hegemony: The World System, A.D.1250-1350, Oxford University Press, Οξφόρδη 1989, σ. 213, 215, 231- 236, 243-244

64 Η πυρίτιδα και τα πρώτα πυροβόλα όπλα, δεν ήταν προϊόντα της Δύσης, δηλαδή της Ευρώπης. Η Δύση, ωστόσο, τα αξιοποίησε καλύτερα ακόμη και από τους ίδιους τους Κινέζους, οι οποίοι ήταν αυτοί που ανακάλυψαν την πυρίτιδα γύρω στα μέσα του 10ου αιώνα και χρησιμοποίησαν το πρώτο είδος κανονιού στα τέλη του 13ου αιώνα. Βλ. W. H. McNeill, The Pursuit of Power Technology – Armed Force and Society since A.D. 1000, University of Chicago Press, Σικάγο 1982, σ. 39-40.

65 Το οθωμανικό στρατιωτικό μοντέλο ίσως ήταν ο, τι καλύτερο υπήρχε κατά τη μακρά διάρκεια του 16ου αιώνα. Το ισχυρό, καινοτόμο και συγκεντρωτικό στρατιωτικό-γραφειοκρατικό σύστημά των Οθωμανών προκαλούσε τρόμο λόγω λόγω των επελάσεων τους μέχρι την Κεντρική Ευρώπη, αλλά ταυτόχρονα και τον θαυμασμό για τις αυξημένες στρατιωτικές δυνατότητές του. Βλ. σχετικά Al. Anievas, K. Nişancıoğlu, How the west came to rule. The geopolitical origins of capitalism, Pluto Press, Λονδίνο 2015, σ. 95-111.

66 Οι Κινέζοι επί δυναστείας Tang είχαν οργανώσει ένα σύστημα χρησιμοποίησης «βαρβάρων για να κυβερνούν βαρβάρους» (tusi).  Βλ. J. C., Scott, Against the grain: A deep history of the earliest states, σ. 236.

67 Η τακτική «δώστε χώρο στα ταλέντα» αποτυπώνεται στην ταπεινή καταγωγή μερικών από των πιο σημαντικών στρατηγών του Τζένγκις Χαν (Subutai, Jebe, Mukali). Παρόμοιο δρόμο ακολούθησε κι ένας μικρόσωμος Γάλλος αξιωματικός του πυροβολικού στο γύρισμα του 18ου αιώνα.

68 St. Morillo, J. Black, P. Lococo, War in World History, Volume I, σ. 241

69 G. Chaliand, A global history of war: From Assyria to the Twenty-First Century, σ. 234.

70 Στο ίδιο, σ. 236

71 Δέκα άντρες σχημάτιζαν ένα arav, 10 aravs σχημάτιζαν ένα zuut (100), 10 zuuts ένα mingham (1000) και δέκα mingham ένα tumen (10000). Βλ. G. Chaliand, A global history of war, σ. 233-234.

72 St. Morillo, J. Black, P. Lococo, ό.π, σ. 242-244.

73 G. Chaliand, όπ., σ. 236.

74 Οι Μογγόλοι με αυτόν τον εμπειρικό, έστω, τρόπο ήταν φορείς του βιολογικού πολέμου.

75 Al. Anievas & K. Nişancıoğlu, How the west came to rule. The geopolitical origins of capitalism, σ. 71.

76 Ενδεικτική της ασφάλειας που παρείχε η Pax Mongolica είναι η εξής φράση: «Μια παρθένος κόρη με φύλλα χρυσού στο κεφάλι μπορούσε να περιηγηθεί με ασφάλεια μέσα στα όρια του βασιλείου». Πρβλ. W. S Morton. & Ch. M. Lewis, China – Its History and Culture, McGraw- Hill, 4th edition, Νέα Υόρκη 2004, σ. 120-121. · Βλ., επίσης, Al. Anievas. & Κ. Nişancıoğlu, ό.π., σ. 74-77.

77 Πέρα από παράγοντας διευκόλυνσης των εμπορικών δραστηριοτήτων μεταξύ Δύσης και Ανατολής, ήταν ταυτόχρονα και φορέας ασθενειών (πανώλη) με καταστρεπτικές συνέπειες για τη Δυτική Ευρώπη (1/3 του πληθυσμού της πέθανε).

78 M. Hall, Αρχαία ελληνική Ιστορία – Η αρχαϊκή περίοδος 1.200-479 π.Χ., μτφ. Ι. Ξυδόπουλος, Ζήτη, Θεσσαλονίκη 2012, σ. 109-140, 226-229. 79 Στην Ιλιάδα συναντάμε σε κάποια χωρία (Δ 447-449, Ν 130-133, Π 212) περιγραφές πυκνών σχηματισμών μάχης, οι οποίοι ίσως να ήταν πρωτόλεια δείγματα φάλαγγας. Βλ. Όμηρος, Ιλιάδα, μτφ. Ι. Πολυλάς, ΟΕΔΒ, 1966, Αθήνα, σ. 73, 226, 288.

80 V. D. Hanson, “Génesis de la infantería” σε G. Parker (ed.), Historia de la Guerratrad. José Luis Gil Aristu, Akal, Μαδρίτη 2010, σ. 24

81 V. D. Hanson, The Wars of the Ancient Greeks. And their Invention of Western Military Culture, Cassel Λονδίνο, 1999, σ. 48.

82 V. D. Hanson, Warfare and Agriculture in Classical Greece, University of California Press, Μπέρκλεϋ & Λος Άντζελες 1999., σ. 43

83 Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 5.71.

84 Η αθηναϊκη κοινωνία ήταν ταξικά διαρθρωμένη. H βάση διαχωρισμού ήταν το εισόδημα που προερχόταν από την αγροτική παραγωγή. Ο Σόλων πήρε ως βάση τον μέδιμνο (μέτρο χωρητικότητας στερεών και ιδίως των σιτηρών) που αντιστοιχεί σε 50-60 λίτρα και διαχώρισε Αθηναίους σε πεντακοσιομέδιμνους (η ανώτερη τάξη), τριακοσιομέδμνους ή ιππείς, διακοσιομέδιμνους ή ζευγίτες (η κύρια μάζα των οπλιτών) και τους θήτες, τους ακτήμονες.

85 Η έννοια πολίτης-πολεμιστής ταυτίζεται με την έννοια του κτηματία. Περιορισμός της ιδιότητας του πολίτη μόνο στους κτηματίες, τους ελεύθερους πολίτες δηλαδή. Η αναλογία ελεύθερων-δούλων στην κλασική Αθήνα είναι 1 προς 4. Βλ. Λ. Κάνφορα, Η Δημοκρατία. Ιστορία μιας Ιδεολογίας, μτφ. Π. Σκόνδρας, Μεταίχμιο, Αθήνα 2006, σ. 53-54.

86 Τελετή εξευμενισμού και ίσως εκ των προτέρων αναπαράσταση της επερχόμενης αιματοχυσίας και του προβλεπόμενου θανάτου. Βλ. G. Bouthoul, Ο Πόλεμος, σ. 10.

87 J. M. Hall, Αρχαία ελληνική Ιστορία – Η αρχαϊκή περίοδος 1.200-479 π.Χ., μτφ. Ι. Ξυδόπουλος, Ζήτη, Θεσσαλονίκη 2012, σ. 224-225.

88 V. D. Hanson, O Δυτικός τρόπος πολέμου – Η Αποφασιστική Μάχη στην Κλασική Ελλάδα, μτφ. Μ. Μπλέτας, Τουρίκης, 2η βελτιωμένη έκδοση, Αθήνα 2004., σ. 69-70.

89 V. D. Hanson, “Génesis de la infantería” σε Parker (ed.), Historia de la Guerra, σ.25.

90 Για την απορία που προκαλεί ο ελληνικός τρόπος πολέμου στους Πέρσες βλ. Ηρόδοτος, Ἱστορίαι, 7.9.2.

91 V. D. Hanson, O Δυτικός τρόπος πολέμου – Η Αποφασιστική Μάχη στην Κλασική Ελλάδα, σ. 65-69.

92 Γ. Μαργαρίτης, Πόλεμος και Πολιτική, ό.π., σ. 43.

93 Κ. Μαρξ, Φρ. Ένγκλες, Η στρατιωτική οργάνωση στη Αρχαία Ελλάδα και Ρώμη, πρόλ. Γ. Κορδάτος, μτφ. Ο. Οικονομίδης, Επιφάνια, Αθήνα 1975, σ. 39-41.

94 Την ιδιότητα του πολίτη-οπλίτη την έχει μια μειοψηφία κτηματιών. Το στράτευμα, κατ’ επέκταση, δεν διαθέτει ικανό αριθμό στρατιωτών για τον πλήρη έλεγχο και την ενσωμάτωση κατακτημένων περιοχών (π.χ. η Αθήνα το μέγιστο που μπορεί να συγκεντρώσει είναι 17.000 οπλίτες). Η αδυναμία ανανέωσης του οπλιτικού σώματος σε συνδυασμό με την ανάδειξη του ελαφρού πεζικού και ιππικού κατά τον Πελοποννησιακό (431-404) και Κορινθιακό Πόλεμο (395-387) μετατρέπουν τη φάλαγγα από κυρίαρχο όπλο σε ένα απλό εργαλείο μάχης, όπως είναι το ιππικό και το ελαφρύ πεζικό (ψιλοί). Βλ. αναλυτικά Γ. Μαργαρίτης, ό.π., σ. 39, 43-47.

95 Γ. Μαργαρίτης, Πόλεμος και Πολιτική, σ. 52-54.

96 I. Todd, Μετά την Αυτοκρατορία, μτφ. Ν. Βουλέλης, Κριτική, Αθήνα 2003, σ. 143-153

97 Οι αποικίες προσέφεραν νέα καλλιεργήσιμα εδάφη, τα οποία υπάγονταν στον ager publicus. H διανομή της δημόσιας γαίας ήταν πάντοτε βασικό ζήτημα αντιπαράθεσης μεταξύ ανώτερων και φτωχών τάξεων, το οποίο εντάθηκε με τις πρωτοβουλίες των αδερφών Γράκχων για τη διανομή γης υπέρ των πληβείων. Επίσης, συμμαχικές πόλεις εξεργέρθηκαν λόγω της άτεγκτης πολιτικής της Ρώμης στη χορήγηση ίδιων δικαιωμάτων με τους ρωμαίους πολίτες. Βλ. αναλυτικά Μ. Rostovtzeff, Ρωμαϊκή ιστορία, μτφ. Β. Κάλφογλου, Παπαζήσης, Θεσσαλονίκη 1984, σ. 117-126· Περισσότερη γη σήμαινε και ανάλογη εργατική δύναμη, η οποία καλυπτόταν κυρίως από δούλους. Η «δίψα για γη» τροφοδουτούσε τη «δίψα για δούλους», η οποία «έσβηνε» με διαδοχικούς πολέμους. Βλ. Morillo, St., Black, J., Lococo, P., War in World History, Volume I, σ.58.

98 Για την ανωτερότητα της ρωμαϊκής λεγεώνας απέναντι στην ελληνική φαλαγγα βλ. την ανάλυση των Κ. Μαρξ, Φρ. Ένγκελς, Η στρατιωτική

οργάνωση στην Αρχαία Ελλάδα και Ρώμη, σ. 50-52.

99 Για την πρώιμη ρωμαϊκή στρατιωτική οργάνωση βλ. στο ίδιο, σ. 47-50, 66-69.

100 St. Morillo, J. Black, P. Lococo, War in World History, Volume I, σ. 64-65.

101 Το δυναμικό που υπηρετεί στον ρωμαϊκό στρατό δεν ξεπερνά το 1% επί του συνολικού πληθυσμού. Κυμαίνεται από 260.000 χιλιάδες (0.6%) έως τις 450.000 (0.9%) την περίοδο της Pax Romana. Το πολυπληθές αυτό στράτευμα στηρίζεται σε ένα συγκεντρωτικό γραφειοκρατικό σύστημα διακυβέρνησης το οποίο μέσω της συστηματοποιημένης φορολογίας απόσπα το πλεόνασμα που παράγεται από τον αγροτικό πληθυσμό (80% της κοινωνίας). Επιπλέον, διαθέτει μια μεγάλη μάζα δούλων που δουλεύει κυρίως στα μεταλλεία από τα οποία προέρχονται προϊόντα (π.χ. χυτοσίδηρος) προς στρατιωτική αξιοποίηση. Βλ. σχετικά Γ. Μαργαρίτης, Πόλεμος και Πολιτική, σ. 77-79.

102 Το 212 με αυτοκρατορικό διάταγμα του Καρακάλλα αποδίδεται ο τίτλος του Ρωμαίου πολίτη σε όλους τους ελεύθερους πολίτες της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.

103 J. Keegan, H Ιστορία του πολέμου, 461-462.

104 Μην ξεχνάμε, ότι οι Ρωμαίοι ήταν άριστοι μηχανικοί, οι οποίοι ανέπτυξαν ένα εκτεταμένο οδικό δίκτυο, το οποίο διευκόλυνε τις μετακινήσεις του στρατού από το ένα άκρο της αυτοκρατορίας στο άλλο.

105 Ν. Η. Ramage & Α. Ramage, Ρωμαϊκή Τέχνη, μτφ. Θ. Στεφανίδου-Τιβερίου, University Studio Press, Θεσσαλονίκη 2000, σ. 74-75, 204- 205.

106 Ο Διοκλητιανός εισήγε την «Τετραρχία» το 293 μ.Χ., ένα σύστημα διακυβέρνησης που δημιουργήθηκε με σκοπό να λυθούν τα σοβαρά στρατιωτικά και πολιτικά προβλήματα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Αρχικά διαίρεσε την αυτοκρατορία σε ανατολικό και δυτικό τομέα. Ο ίδιος κράτησε την διοίκηση της Ανατολής και ο Λικίνιος ανέλαβε τη διοίκηση της Δύσης. Οκτώ χρόνια αργότερα, και με σκοπό την περαιτέρω βελτίωση του συστήματος, επέκτεινε την διαίρεση της εξουσίας, διορίζοντας από ένα “Υφιστάμενο Αυτοκράτορα” ή Καίσαρα κάτω από κάθε “Πρεσβύτερο Αυτοκράτορα” ή Αύγουστο. Έτσι, εγκαθιδρύθηκε η Τετραρχία που κράτησε ως το 324 μ.Χ.

107 St. Morillo, J. Black, P. Lococo, War in World History, Society, Volume I, 74-75.

108 Με την ονομασία Τεύτονες εννοούμε όλους τους γερμανικούς λαούς που κατέκλυσαν τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία.

109 Ενδεικτικές είναι οι συγκρούσεις μεταξύ Στηλίχωνα (Βάνδαλος στρατηγός του ρωμαϊκού στρατού) εναντίον του πρώην φοιδεράτου της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας Αλάριχου το 401. Τέσσερα χρόνια αργότερα, ο ίδιος στρατηγός αντιμετωπίζει τις ενωμένες στρατιές Βανδάλων, Σουηβών, Βουργουνδών και Γότθων. Ουσιαστικά, η ρωμαϊκή εξουσία καταλήγει να είναι ένα παιχνίδι μεταξύ βαρβάρων στρατηγών (Ρίσιμερ, Ορέστες, Οδόακρος), οι οποίοι ελέγχουν το στράτευμα και ανεβοκατεβάζουν τους τελευταίους αυτοκράτορες-μαριονέττες του δυτικού τμήματος της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.

110 G. Chaliand, A global history of war, σ. 110.

111 Περίπου ο μισός πληθυσμός και τα δύο τρίτα του ετήσιου εισοδήματος της αυτοκρατορίας χάθηκαν οριστικά. Βλ. St. Morillo, J. Black, P. Lococo, ό.π., σ. 150.

112 Τα θέματα ήταν αρχικά στρατιωτικές μονάδες, οι οποίες όταν απέκτησαν μόνιμη εγκατάσταση στις ανατολικές επαρχίες του Βυζαντίου, έδωσαν το όνομά τους στις περιοχές εγκατάστασής τους. Αυτές εξελίχθηκαν σε διοικητικές περιφέρειες στρατολόγησης στρατιωτών. Βλ. Ι. Καραγιαννόπουλος, Το Βυζαντινό Κράτος, Βάνιας, 4η έκδοση, Θεσσαλονίκη 2001, σ. 331-334, 352-354.

113 St. Morillo, J. Black, P. Lococo, ό.π., σ. 152-153

114 W. Treadgold, Byzantium and It’s Army 284-1081, Stanford University Press, Στάνφορντ 1995, σ. 28-32, 109-117, 125, 132-133, 139, 166. 115 Για τη βυζαντινή στρατηγική σκέψη, όπως αποτυπώνεται στα έργα αυτά, βλ. Κ. Κολιόπουλος, Η στρατηγική σκέψη από την αρχαιότητα έως σήμερα, 107-113.

116 St. Morillo, J. Black, P. Lococo, War in World History, Volume I, σ.119-120

117 J. Keegan, H Ιστορία του Πολέμου, σ. 584.

118 Στόχος δεν είναι ο θάνατος του αντιπάλου, αλλά η αιχμαλωσία, ούτως ώστε να τον ανταλλάξουν με λύτρα. Βλ. St. Morillo, J. Black, P. Lococo, War in World History, Volume I, σ. 219-220.

119 Μ. Howard, O Ρόλος του Πολέμου στη Νεότερη Ευρωπαϊκή Ιστορία, μτφ. Ηρ. Στροίκου, Ποιότητα, Αθήνα 2000, σ. 21-22

120 Γ. Μαργαρίτης, Πόλεμος και Πολιτική, σ. 95-97.

121 J. Riley-Smith, The Oxford illustrated history of the Crusades, Oxford University Press, Οξφόρδη 2005, σ. 198-203.

122 Στη μάχη του Αζενκούρ (1415), 6.000 Άγγλοι στρατιώτες (5.000 τοξότες και 1.000 ιππότες) συνέτριψαν τον γαλλικό στρατό δύναμης 18.000 ιπποτών. Βλ. Γ. Μαργαρίτης, Πόλεμος και Πολιτική104.

123 St. Morillo, J. Black, P. Lococo, War in World History, Volume I, σ. 233-234.

124 Ο προϋπολογισμός του γάλλου μονάρχη για το πυροβολικό είχε δεκαπλασιαστεί μεταξύ 1370-1415. Βλ. Br. D. Porter, War and the Rise of the Stat – Τhe Μilitary Foundation of Modern Politics, Free Press, Νέα Υόρκη 1994, σ. 42

125 Η πολεμική αξιοποίηση της πυρίτιδας έκανε ακαταμάχητους τους ευρωπαϊκούς στρατούς στα τέλη του Μεσαίωνα. Οι Ισπανοί με μια δύναμη 168 στρατιωτών νίκησαν έναν στρατό 80.000 Ίνκας στη μάχη της Καχαμάρκα. Ένας από τους βασικούς λόγους της επικράτησής τους στη νέα ήπειρο ήταν η χρήση πυροβόλων όπλων και γενικά η ανώτερη πολεμική τους τεχνολογία. Βλ. αναλυτικά J. Diamond, Όπλα, μικρόβια και ατσάλι, σ. 81-88.

126 Οι Οθωμανοί είχαν συγκροτήσει μονάδες πυροβολικού και μουσκετοφόρων (tufeknji) ήδη από την εποχή του Μουράτ Β’ (1421-1451). G. Chaliand, A global history of warσ. 259-260.

127 H υποτίμηση για τα πυροβόλα όπλα, τα οποία είναι όπλα δειλών, αποκρυσταλλώνεται υπέροχα στο λόγο ενός Μαμελούκου Εμίρη. Μεταξύ άλλων αναφέρει ότι «αυτό το εφεύρημα είναι το μουσκέτο …που ακόμη κι αν μια γυναίκα έριχνε με αυτό, θα μπορούσε να σταματήσει τόσους και τόσους άντρες». Πρβλ. D. Ayalon, Gunpowder and Firearms in Mamluk Kingdom-Α challenge to a Medieval Society, Vallentine Mitchell & Co, Λονδίνο 1956, σ. 94-95Ο λόγος του Μαμελούκου οπλαρχηγού απηχεί σε μεγάλο βαθμό την απέχθεια του γάλλου ιππότη των Ιταλικών Πολέμων, Μπαγιάρ. Γι’ αυτόν, τα νέα όπλα απειλούν την ιδέα της ιπποσύνης, η οποία συμπυκνώνεται στη φράση «chevalier san peur et sans reproche». «Ο άφοβος και άμεμπτος ιππότης» και όλο το σύστημα αξιών και συμφερόντων που πρεσβεύει αμφισβητείται από την εισαγωγή των πυροβόλων όπλων. Για την έννοια της ιπποσύνης βλ. Μ. Howard, O Ρόλος του πολέμου στη Νεότερη Ευρωπαϊκή Ιστορία, σ. 21.

128 G. Parker, The Military Revolution. Military Innovation and the Rise of the West1500-1800, Cambridge University Press, Kέιμπριτζ 1996, σ. 17.

129 Οι μάχες της Τσερινιόλα (1503), της Ραβέννας (1512), του Μαριανιάνο (1515) έγιναν σε ανοιχτά πεδία με χρήση κανονιών και πυροβόλων όπλων πάνω σε οχυρωματικά αναχώματα, απο τα οποία σφυροκοπούνται οι έφοδοι του πεζικού και του ιππικού.

130 Μ. Howard, ό.π., σ. 64-65.

131 J. Keegan, H Ιστορία του Πολέμου, σ. 534-535.

132 Στο ίδιο, σ. 522.

133 Ενδεικτικά, αναφέρουμε ότι το κόστος για την κατασκευή ενός μόνο προμαχώνα στη Ρώμη του 1452 έφτανε τα 40.000 δουκάτα. G. Parker,

The Military Revolution. Military Innovation and the Rise of the West1500-1800, σ.12

134 Για τη καινοτόμο ιταλική οχυρωματική αρχιτεκτονική και τις λίγες οικογένειες που ανέλαβαν την κατασκευή νεόυ τύπου οχυρώσεων βλ. Ch. Duffy, Siege Warfare. The Fortress in the Early Modern World, Routledge & Kegan Paul, Λονδίνο 1979, σ. 23-42.

135 Μ. Howard, O Ρόλος του πολέμου στη Νεότερη Ευρωπαϊκή Ιστορία, σ. 59-60.

136 W. H., McNeill, The Pursuit of Power Technology – Armed Force and Society since A.D. 1000, University of Chicago Press, Σικάγο 1982, σ. 120-121.

137 Κ. Κολιόπουλος, Η στρατηγική σκέψη από την αρχαιότητα έως σήμερα, σ. 118.

138 Μ. Howard, ό.π., σ. 75-77, 107-109.

139 Γ. Μαργαρίτης, Πόλεμος και Πολιτική, σ. 147.

140 Μ. Howard, O Ρόλος του Πολέμου στη Νεότερη Ευρωπαϊκή Ιστορία, σ. 114.

141 St. Morillo, J. Black, P. Lococo, War in World History, Society, Technology, and War from Ancient Times to the Present, Volume ΙΙ, σ. 321. 142 Τα ιστιοφόρα πλοία, καθώς ήταν «φτιαγμένα» για να αντέχουν τα μεγάλη βάρη, εξοπλίστηκαν ήδη από τον 16ο αιώνα με κανόνια. Με αυτά τα πολεμικά πλοία οι Ευρωπαίοι και πρώτα οι Πορτογάλοι διέρρηξαν το πλούσιο εμπορικό σύστημα του Ινδικού Ωκεανού και κυριάρχησαν στα κομβικά του σημεία. Το παράδειγμα των Πορτογάλων ακολούθησαν σύντομα οι Ολλανδοί και οι Άγγλοι, οι οποίοι κυριάρχησαν -ή καλύτερα συγκυριάρχησαν- σε αυτό το ευρύ εμπορικό σύστημα.

143 Μ. Howard, ό.π., σ. 120-124.

144 J. Keegan, H Ιστορία του Πολέμου, σ. 570-571.

145 Στη μάχη του Πλασέϋ (1757) οι Βρετανοί με μια δύναμη 1.000 Ευρωπαίων και 2.100 Ινδών συνέτριψε με ομοβροντίες μουσκέτων 50.000 Μόγκουλ στρατιώτες. Για τους αριθμούς των δύο πρατάξεων βλ. J. Keegan. Η Ιστορία του Πολέμου, σ. 574-575.

146 St. Morillo J. Black, P. Lococo, War in World History, Society, Technology, and War from Ancient Times to the Present, Volume ΙΙ, σ. 427.

· Για τα μεγέθη των στρατών και τη μεγάλη διαφορά του γαλλικού στρατού σε ανθρώπινο δυναμικό σε σχέση με τους υπόλοιπους μοναρχικούς στρατούς για την περίοδο 1789-1815 βλ. J. S. Mearsheimer, H τραγωδία της πολιτικής των μεγάλων δυνάμεων, μτφ. Κ. Κολιόπουλος, Ποιότητα, 6η έκδοση, Αθήνα 2011, σ. 563-567.

147 Κ. Κολιόπουλος, Η στρατηγική σκέψη από την αρχαιότητα έως σήμερα, σ. 128.

148 Μ. Howard, O Ρόλος του πολέμου στη Νεότερη Ευρωπαϊκή Ιστορία, σ. 149.

149 Γ. Μαργαρίτης, Πόλεμος και Πολιτική, σ. 168.

150 Μέχρι το 1789 το 90% του γαλλικού στρατού αποτελούνταν από αδρανείς ευγενείς, ενώ το 1794 αυτοί αντιστοιχούσαν στο 3%. Η μεταβολή στη διάρθρωση των ανώτερων κλιμακίων του στρατού φαίνεται και από τους στρατηγούς του Ναπολέοντα, αρκετοί από τους οποίους πριν ανέβουν στην ιεραρχία ήταν λοχίες, πλιατσικολόγοι ή απλοί στρατιώτες. Βλ. J. Keegan, Η Ιστορία του Πολέμου, σ. 580-581.

151 Ο γάλλος στρατηγός Γκιμπέρ, θαυμαστής του Φρειδερίκου του Μεγάλου, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως «προφήτης προ επανάστασης». Αντιληφθηκε την καθοριστική σημασία των μαζικών εθνικών στρατών και την ανάγκη για ένα πόλεμο κινήσεων και ελιγμών. Βλ. αναλυτικά Ρ. Ρ. Πάλμερ, «Φρειδερίκος ο Μέγας, Γκυπέρ, Μπυλόβ: από τον δυναστικό στον εθνικό πόλεμο» σε P. Paret (επιμ.), Οι Δημιουργοί της Σύγχρονης Στρατηγικής Σκέψης – Από τον Μακκιαβέλλι στην Πυρηνική Εποχή, μτφ. Ευ. Κατσάνης, Τουρίκης, Αθήνα 2004, σ. 134-141.

152 Μ. Howard, O Ρόλος του Πολέμου στη Νεότερη Ευρωπαϊκή Ιστορία, σ. 153.

153 Οι σιδηρόδρομοι ήταν σημαντικό εργαλείο για τη στρατιωτική και πολιτική ηγεσία. Πέρα από τη μεταφορά των στρατευμάτων και των πολεμοφοδίων, ο έλεγχος του σιδηροδρομικού δικτύου μπορούσε να αποκόψει τη μεταφορά του πολεμικού υλικού στην αντίπαλη παράταξη. Ο έλεγχός του έγινε σταδιακά κρατική υπόθεση. H Πρωσία, μάλιστα, συνέστησε στρατιωτική σιδηροδρομική διεύθυνση για να μπορεί ελέγχει τη συμβατότητα των σιδηροδρόμων με τις στρατιωτικές ανάγκες. J. Κeegan, Η Ιστορία του Πολέμου, σ. 517-518.

154 Οι Βόρειοι έτρωγαν καλύτερα και σε ποσότητες. Σε αυτό συνέβαλαν τα τυποποιημένα τρόφιμα που παράγονταν στα μεγάλα βιομηχανικά συγκροτήματα του Βορρά. J. Keegan, ό.π., σ. 514-515.

155 Η Συνομοσπονδία κατόρθωσε να συγκεντρώσει αυτό το ανθρώπινο δυναμικό, καθώς διέθετε εργατική δύναμη 4.000.000 δούλων, η οποία συντηρούσε την εμπόλεμη κοινωνία.

156 Για τους αριθμούς των στρατών, την αναλογία στρατεύσιμων επί του συνολικού πληθυσμού και τις απώλειες βλ. J. Keegan, ό.π., σ. 589, 596-597.

157 Μ. Howard, ό.π., σ. 178-179.

158 J. Keegan, H Ιστορία του Πολέμου, σ. 592.

159 M. Howard, ό.π., σ. 182-183.

160 W. H. McNeill, The Pursuit of Power Technology – Armed Force and Societysince A.D. 1000, University of Chicago Press, Σικάγο 1982, σ. 245.

161 H γαλλική πολεμική βιομηχανία παρήγε 200.000 βλήματα ημερισίως το 1915. Η γερμανική αύξησε την παραγωγή σε εκρηκτικά υλικά από 1.000 τόνους σε 6.000 το 1915, ενώ η Ρωσία δεκαπλασίασε την παραγωγή βλημάτων σε 4.500.000 μηνιαίως το 1916. Βλ. W. H. McNeill, ό.π., σ. 324-329

162 Το ναυτικό δέσμευσε τεράστιους πόρους. Οι εξοπλισμοί για τα νέα θωρηκτά τύπου Dreadnought έφτασαν στα όρια τους τις πολεμικές οικονομίες της Μ. Βρετανίας και της Γερμανίας. Οι αντίπαλοι δίσταζαν να χρησιμοποιήσουν τον ακριβό τους στόλο. Η ναυμαχία της Γιουτλάνδης και ο υποβρυχιακός πόλεμος δεν άλλαξαν σημαντικά τη ροή του πολέμου. Βλ. Γ. Μαργαρίτης, Πλημμυρίδα και Άμπωτη – Ο ευρωπαϊκός 20ος αιώνας. Μέρος Α’. Από τον αποκισμό στη ναζιστική Νέα Ευρώπη, Βιλιόραμα, Αθήνα 2014 σ. 192-198. · Το ναυτικό κυρίως από την πλευρά της θαλασσοκράτειρας Μ. Βρετανίας χρησιμοποιήθηκε για τον αποκλεισμό των γερμανικών λιμανιών με απώτερο σκοπό να γονατίσει την γερμανική οικονομία πολέμου και τον πληθυσμό της. Για τη ναυτική στρατηγική των Al. Th. Mahan και J. S. Corbett περί αποκλεισμού και ελέγχου των θαλάσσιων γραμμών βλ. Κ. Κολιόπουλος, Η στρατηγική σκέψη από την αρχαιότητα έως σήμερα, 190-198.

163 Γ. Μαργαρίτης, ό.π., σ. 201-203.

164 Για μια αναλυτική έκθεση των νεκρών και των τραυματιών του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου βλ. P. Simkins, J. Jukes, M. Hickey, First World War – The War to end all Wars, Osprey, Οξφόρδη 2003, σ. 335-339.

165 Οι γενοκτονίες των Χερρέρος στη Ναμίμπια από τους Γερμανούς το 1904-1907 και των Ασάντι στην Γκάνα από του Βρετανούς είναι από τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα.

166 Συνολικά εξολοθρεύτηκαν 12-15.000.000 άνθρωποι στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Από αυτούς 5.700.000 εκατομμύρια ήταν Εβραίοι και 3.000.000 σοβιετικοί αιχμάλωτοι. Πρβλ. Γ. Μαργαρίτης, Πλημμυρίδα και Άμπωτη, σ. 478-479.

167 Πνευματικός πατέρας του κεραυνοβόλου πολέμου ήταν ο J. F. C. Fuller, o ο οποίος ήδη από το 1918 είχε συλλάβει τη σημασία της συνδυαστικής χρήσης αρμάτων μάχης και αεροπλάνων με στόχο να πλήξουν άμεσα τα εχθρικά αρχηγεία και κέντρα εφοδιασμού. Βλ. Κ. Κολιόπουλος, Η στρατηγική σκέψη από την αρχαιότητα έως σήμερα, σ. 212-213.

168  J. S. Mearsheimer, H τραγωδία της πολιτικής των μεγάλων δυνάμεων, σ.160.

169 Γ. Μαργαρίτης, ό.π., σ. 453-454.

170 J. Keegan, H Ιστορία του Πολέμου, σ. 528, 623

171 Ντ. ΜακΚαΐζακ, «Φωνές από το βαθύ γαλάζιο: Οι θεωρητικοί του αεροπορικού πολέμου» σε P. Paret, (επιμ.), Οι Δημιουργοί της Σύγχρονης Στρατηγικής Σκέψης – Από τον Μακκιαβέλλι στην Πυρηνική Εποχή, σ. 743-748.

172 Με αυτήν την έκφραση ο Mearsheimer εννοεί τον πληθυσμό και την οικονομία. Βλ. αναλυτικά J. Mearsheimer, H τραγωδία της πολιτικής των μεγάλων δυνάμεων, σ. 138-151.

173 Για τις συνολικές απώλειες, τις απώλειες σε στρατεύσιμους και μη, και την ανολογία των νεκρών επί του πληθυσμού βλ. την αναλυτική έκθεση του Centre européen Robert Schuman:

http://www.centre-robert-schuman.org/userfiles/files/REPERES%20%E2%80%93%20module%201-2-0%20- %20explanatory%20notes%20%E2%80%93%20World%20War%20II%20casualties%20%E2%80%93%20EN.pdf

174 Σκοπός αυτής της αιματηρής πολιτικής είναι η διατήρηση των φίλιων δυνάμεων και η καταστροφή των αντίπαλων δυνάμεων (η καταστροφή δε σημαίνει την φυσική εξόντωση του εχθρού). Αυτός ο σκοπός υπάγεται στον ανώτερο που είναι η επικράτηση εναντίον του ιαπωνικού ιμπεριαλισμού. Μάο Τσε Τουνγκ, «Ο παρατεταμένος πόλεμος», Άπαντα (Εκλογή)τόμος Β’, σ. 157-159. · Η καταστροφή του εχθρού είναι το βασικό στοιχείο στον «απόλυτο πόλεμο» του Κλαούζεβιτς. Βλ. C. von Clauzewitz, Περί του Πολέμου, σ. 57-60, 69-70.

Βιβλιογραφία

            Πηγές

Ελληνόγλωση

  • Αναγνωστίδης, Κλ., Παγκόσμιος Μυθολογία, Αναγνωστίδης, Αθήνα χ.χ.
  • Ζιάκας, Γ. Δ., Θρησκεία και Πολιτισμός των προϊστορικών κοινωνιών και των αρχαίων λαών, Κορνηλία Σφακιανάκη, Θεσσαλονίκη 2002.
  • Καραγιαννόπουλος, Ι., Το Βυζαντινό Κράτος, Βάνιας, 4η έκδοση, Θεσσαλονίκη 2001.
  • Κολιόπουλος, Κ., Η στρατηγική σκέψη από την αρχαιότητα έως σήμερα, Ποιότητα, Αθήνα 2008.
  • Μαργαρίτης, Γ., Πλημμυρίδα και Άμπωτη – Ο ευρωπαϊκός 20ος αιώνας. Μέρος Α’. Από τον αποκισμό στη ναζιστική Νέα Ευρώπη, Βιλιόραμα, Αθήνα 2014.
  • Μαργαρίτης, Γ., Πόλεμος και Πολιτική, Ελληνικά Ακαδημαϊκά Ηλεκτρονικά Συγγράμματα και Βοηθήματα (Κάλλιπος).
  • Μπαντάουη, Χ., Εισαγωγή στην Ιστορία του Ισλαμικού Κόσμου, τόμος Α’, Βάνιας, Θεσσαλονίκη 2003.
  • Μπαντάουη, Χ., Εισαγωγή στην Ιστορία του Ισλαμικού Κόσμου. Διοίκηση, Κοινωνία, Οικονομία – Προϊσλαμική Περίοδος, τόμος Β’, Βάνιας, Θεσσαλονίκη 2010.
  • Παπαευθυμίου-Παπανθίμου, Αικ., Εισαγωγή στους πολιτισμούς της προϊστορίας, Βάνιας, 2η έκδοση, Θεσσαλονίκη 2007.
  • Σαββίδης, Α. Γ. Κ., Ούννοι, Βυζάντιο και Ευρώπη – Ο κόσμος των πρώϊμων τούρκων, Ίδρυμα Γουλανδρή-Χορν, 2η έκδοση, Αθήνα 2004.

Βιβλία μεταφρασμένα στα ελληνικά

  • Κάνφορα, Λ., Η Δημοκρατία-Ιστορία μιας Ιδεολογίας, μτφ. Π. Σκόνδρας, Μεταίχμιο, Αθήνα 2006.
  • Κάπλαν, Ρ. Ντ., Η Εκδίκηση της Γεωγραφίας – Τι μας λέει ο χάρτης για τις επερχόμενες συγκρούσεις και τη μάχη ενάντια στο πεπρωμένο, μτφ. Σπ. Κατσούλας, Μελάνι, Αθήνα 2016.
  • Λένιν, Β.Ι , Για τον πόλεμο και τη σοσιαλιστική επανάσταση,  Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 2013.
  • Μάο, Τσε Τουνγκ, Άπαντα (Εκλογή)μτφ.Ν. Συλβανός, τόμος Β’, Μόρφωση, Αθήνα χ.χ.
  • Μαρξ, K., Ένγκλες, Φρ., Η στρατιωτική οργάνωση στη Αρχαία Ελλάδα και Ρώμη, πρόλ. Γ. Κορδάτος, μτφ. Ορφ. Οικονομίδης,Επιφάνια, Αθήνα 1975.
  • Μπρεχτ Μπ., Ποιήματα, μτφ. Μ. Πλωρίτης, Θεμέλιο, 5η έκδοση, Αθήνα 2008.
  • Bouthoul, G., O Πόλεμος, Ι. Ν. Ζαχαρόπουλος, Αθήνα 1966.
  • Clauzewitz, C. von, Περί του Πολέμου, μτφ. Ν. Ξεπουλιά, Βάνιας, Θεσσαλονίκη 1999.
  • Diamond, J., Όπλα, μικρόβια και ατσάλι, μτφ. Κ. Γαρδίκα, Κάτοπτρο, Αθήνα 2007.
  • Ηall, J. M., Αρχαία ελληνική Ιστορία – Η αρχαϊκή περίοδος 1.200-479 π.Χ., μτφ. Ι. Ξυδόπουλος, Ζήτη, Θεσσαλονίκη 2012.
  • Hanson, V. D., O Δυτικός τρόπος πολέμου – Η Αποφασιστική Μάχη στην Κλασική Ελλάδα, μτφ. Μ. Μπλέτας, Τουρίκης, 2η βελτιωμένη έκδοση, Αθήνα 2004.
  • Howard, Μ., O Ρόλος του Πολέμου στη Νεότερη Ευρωπαϊκή Ιστορία, μτφ. Ηρ. Στροίκου, Ποιότητα, Αθήνα 2000.
  • Keegan, J., Η Ιστορία του Πολέμου, μτφ. Λ. Χαραλαμπίδης, «Νέα Σύνορα»-Α.Α. Λιβάνης, Αθήνα 1997.
  • Kerényi, Κ., H μυθολογία των Ελλήνων, μτφ. Δ. Σταθόπουλος, Εστία, 15η έκδοση, Αθήνα 2012.
  • Mearsheimer, J. S., H τραγωδία της πολιτικής των μεγάλων δυνάμεων, μτφ. Κ. Κολιόπουλος,Ποιότητα, 6η έκδοση, Αθήνα 2011.
  • Paret, P. (επιμ.), Οι Δημιουργοί της Σύγχρονης Στρατηγικής Σκέψης – Από τον Μακκιαβέλλι στην Πυρηνική Εποχή, μτφ. Ευ. Κατσάνης, Τουρίκης, Αθήνα 2004.
  • Ramage, Ν. Η., Ramage, A., Ρωμαϊκή Τέχνημτφ. Θ. Στεφανίδου-Τιβερίου,University Studio Press, Θεσσαλονίκη 2000.
  • Rostovtzeff, M., Ρωμαϊκή ιστορία, μτφ. Β. Κάλφογλου, Παπαζήσης, Θεσσαλονίκη 1984.
  • Roux, J-P., Η ιστορία των Τούρκων – 2.000 χρόνια από τον Ειρηνικό ως τη Μεσόγειο, Γκοβόστης, μτφ. Μ. Σμυρνιώτη, Αθήνα 1998.
  • Sun Tzu, Η τέχνη του πολέμου, μτφ. Ρ. Λέκου-Δάντου, Περίπλους, Αθήνα 2003.
  • Todd, Ε., Μετά την Αυτοκρατορία, μτφ. Ν. Βουλέλης, Κριτική, Αθήνα 2003.

Ξενόγλωσση

  • Abu-Lughod, J. L., Before European Hegemony: The World System, A.D.1250-1350, Oxford University Press, Οξφόρδη 1989.
  • Anievas, Al., Nişancıoğlu, K., How the west came to rule. The geopolitical origins of capitalism, Pluto Press, Λονδίνο 2015.
  • Ayalon, D., Gunpowder and Firearms in Mamluk Kingdom-Α challenge to a Medieval Society, Vallentine Mitchell & Co, Λονδίνο 1956.
  • Black, J., War – A short history, Bloomsbury, Λονδίνο 2009.
  • Chaliand, G,  A global history of war: From Assyria to the Twenty-First Century, transl. M. Mangin-Woods & D. Woods, University of California Press, Όκλαντ 2014.
  • Corbett, J. S., Some Principles of Maritime Strategy, Dover Publications, Νέα Υόρκη 2012 · πλήρης επανέκδοση του πρωτότυπου έργου του J. S. Corbett, Some Principles of Maritime Strategy, Longmans, Green and Co., Λονδίνο και Νέα Υόρκη 1911.
  • Duffy, Ch., Siege Warfare. The Fortress in the Early Modern World, Routledge & Kegan Paul, Λονδίνο 1979.
  • HansonV. D., The Wars of the Ancient Greeks and their Invention of Western Military Culture, Cassel, Λονδίνο 1999.
  • Hanson, V. D., Warfare and Agriculture in Classical Greece, University of California Press, Μπέρκλεϋ & Λος Άντζελες 1999.
  • Losurdo, D., War and Revolution. Rethinking the Twentieth Century, transl. G. Elliott, Verso, Λονδίνο/Νέα Υόρκη 2015.
  • McNeill, W. H., The Pursuit of Power Technology – Armed Force and Society since A.D. 1000, University of Chicago Press, Σικάγο 1982
  • McNeill, W. H., The human condition – Αn ecological and historical view, Princeton University Press, Νιου Τζέρσεϋ 1989.
  • Morillo, St., Black, J., Lococo, P., War in World History. Society, Technology, and War from Ancient Times to the Present, Volume I & II, McGraw-Hill, Νέα Υόρκη 2009.
  • Morton.W. S., Lewis, Ch. M., China – Its History and Culture, McGraw-Hill, 4th edition, Νέα Υόρκη 2004.
  • Parker, The Military Revolution. Military Innovation and the Rise of the West1500-1800, Cambridge University Press, Kέιμπριτζ 1996.
  • Parker, G. (ed.), Historia de la Guerra, trad. José Luis Gil Aristu, Akal, Μαδρίτη 2010.
  • Porter, Br. D., War and the Rise of the State – Τhe Μilitary Foundation of Moodern Politics, Free Press, Νέα Υόρκη 1994.
  • Riley-Smith, J., The Oxford illustrated history of the Crusades, Oxford University Press, Οξφόρδη 2005.
  • Scott, J. C., Against the grain: A deep history of the earliest states, Yale University Press, Γέιλ 2017.
  • Simkins, P., Jukes, G., Hickey, M., First World War – The War to end all Wars, Osprey Publishing, Οξφόρδη 2003
  • Thompson, Ε. Α., A history of Attila and the Huns, Clarendon Press, Οξφόρδη 1948.
  • Treadgold, W., Byzantium and It’s Army 284-1081, Stanford University Press, Στάνφορντ 1995.

Ηλεκτρονικά αρχεία

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Η ιστορία του πολέμου μέσα από εικόνες       

Εικόνα 1.   Λάβαρο της Ουρ, περ. 2.500 π.Χ.   

                           

Εικόνα 2.  Οπλιτική φάλαγγα (αγγείο Chigi, 7ος αι. π.Χ.)
Εικόνα 3. Θαμούγαδις, ρωμαϊκή πόλη του 2ου αι. π.Χ.    

                         

Εικόνα 4.             Σκύθης ιπποτοξότης.       

      

                 

Εικόνα 5.    Πλοίο του Oseberg, 9ος αι. π.Χ.  

                            

Εικόνα 6.            Μογγόλοι σε σκηνή μάχης.   

                          

Εικόνα 7.  Ιππότης εναντίον Τούρκου καβαλάρη. 

           

Εικόνα 8. Πρώτη απεικόνιση κανονιού στην Ευρώπη, 1326.

   

         

Εικόνα 9. H μάχη του Λευκού Ορούς, 1620.  

                   

Εικόνα 10. Ισπανικό φρούριο στη Φλόριντα, τέλη 17ου αιώνα.

 

               

Εικόνα 11.     Ναυμαχία του Αμπουκίρ, 1798. 

                            

Εικόνα 12.      Η μάχη του Βατερλώ, 1815.

                

Εικόνα 13.   Σιδηρόδρομοι (19ος αι.), το «νέο όπλο».  

                

Εικόνα 14.          HMS Dreadnought, 1906.

 

         

Εικόνα 15.  «Ο  πόλεμος των χαρακωμάτων».   

                   

Εικόνα 16.         «Ανθρώπινο σφαγείο».      

                

Εικόνα 17.    «Ο πόλεμος των υποβρυχίων».        

                  

Εικόνα 18.  Τα αεροπλάνα σε μαζική χρήση στον Α’ Π.Π.

    

Εικόνα 19.     Στάλινγκραντ, η «μητέρα των μαχών». 

             

Εικόνα 20.  Η μάχη των τεθωρακισμένων, Κούρσκ 1943.

                        

Εικόνα 21.       Η μάχη του Ειρηνικού.   

                                     

Εικόνα 22.  Στρατόπεδο συγκέντρωσης, Μπούνχεβαλντ.   

                                     

Εικόνα 23.      Χιροσίμα, 6/8/1945.