Το ηπειρώτικο τραγούδι άργησε πολύ, σε σχέση με άλλα δημοτικά ακούσματα, να λάβει την αναγνώριση που του αξίζει. Περιφρουρημένο από την οροσειρά της Πίνδου και σε συνδυασμό με κοινωνικούς συσχετισμούς που «ποινικοποίησαν» τόσο την καταγωγή του, όσο και το κλαρίνο, πέρασαν πολλές δεκαετίες μέχρι να εμφανιστεί τώρα δειλά- δειλά σε ένα κάποιο μουσικό προσκήνιο.

 Από τη μία, η μεγάλη πολιτισμική ζημιά που άφησε η χούντα, ταυτίζοντας το κλαρίνο με ύμνους προς τους δικτάτορες -όπως, για παράδειγμα, το καλαματιανό «Γεια σου, Γιώργο Παπαδόπουλε»- από την άλλη ο βαρύς, αργός, ξένος ήχος του ηπειρώτικου άσματος, δεν άφησαν την παράδοση της επαρχιακής ακρογωνιάς να γίνει δημοφιλής. Εξάλλου, η ραγδαία αστικοποίηση της ελληνικής κοινωνίας συνοδεύτηκε με μία απαξίωση της παράδοσης, που αυτομάτως έγινε αυτό που λέμε «βλάχικο», «χωριάτικο», όχι, τέλος πάντων, αρκετά σικ στοιχείο για τα (μικρο)αστικά σαλόνια των μεγάλων πόλεων.
Αργότερα, όμως, υπό το τεράστιο καλλιτεχνικό βάρος του Αρχάγγελου της Κρήτης, Νίκου Ξυλούρη, η ελληνική αστική (γεωγραφικά περισσότερο, παρά ταξικά), κοινωνία, δε δυσκολεύτηκε να αγκαλιάσει μία έτερη δημοτική παράδοση, αυτήν της Κρήτης. Οφείλουμε να παραδεχτούμε πως η κρητική λαϊκή τέχνη υπήρξε η απαρχή της αποδοχής. Ακολούθησαν τα νησιώτικα, τα θρακιώτικα τραγουδισμένα από τους αυτοαποκαλούμενους έντεχνους δημιουργούς, αλλά το ηπειρώτικο τραγούδι θέση δεν πήρε στα πάλκα των μπουάτ . Κι ούτε επρόκειτο να πάρει σύντομα. Από τα θρυλικά Τραγούδια της Φωτιάς της μεταπολίτευσης, με τον εμβληματικό Ξυλούρη να προταγωνιστεί, άνοιξε ο δρόμος, μα υπήρξε μακρύς, αργόσυρτος και της… υπομονής, μέχρι να φτάσει απενοχοποιημένο στα αυτιά μας το Τραγούδι της Ηπείρου. Μακρύς, αργόσυρτος και της υπομονής, όπως ακριβώς κι ο χορός του.

Οι Κατσιμιχαίοι, ο Υφαντής και οι VIC

Κατά τα τέλη της δεκαετίας του ’80 – αρχές ’90 η κρατική τηλεόραση μετέδωσε το κλαρίνο του σπουδαίου Πετρολούκα Χαλκιά, πράγμα που ίσως άφησε κάποιον σπόρο. Σχετικά μαζικά, ακούσαμε για πρώτη φορά κλαρίνο μέσα από τους Κατσιμιχαίους με τα Γυάλινά τους Γιάννενα και της Αγάπης τη Μαχαιριά, για να ακολουθήσει αργότερα ο «έντεχνος» κόσμος: Της πικροδάφνης ο ανθός και εκείνος ο καψούρης που καίγεται και σιγολιώνει, από τον Δημήτρη Υφαντή σε πιο εύπεπτη (sic) απόδοση του κλαρίνου. Και έπειτα παύση, για ένα σημαντικό χρονικό διάστημα μέχρι να εμφανιστούν, σχεδόν παράλληλα, δύο μουσικά σχήματα: Εκείνο του κρητικού Γιάννη Χαρούλη με τον κλαριντζή Κωνσταντή Πιστιόλη με καταγωγή από την Κόνιτσα και η stoner μπάντα των VIC.

Το νεαρό της ηλικίας των μουσικών και των ακροατών τους λειτούργησε σαν καταλύτης κι έσπασε ένα πρώτο ταμπού: Το ηπειρώτικο κλαρίνο δεν είναι η μουσική των γιαγιάδων μας, ούτε η μουσική των πανηγυριών στα χωριά μας. Κι αν ο Πιστιόλης επικεντρώθηκε στο διονυσιακό κομμάτι, εκείνο της διασκέδασης, οι VIC -που σέρβιραν το κλαρίνο με ηλεκτρική κιθάρα και μπάσο- επικεντρώθηκαν στους στίχους: Να ξυπνήσει η περδικομμάτα, να μην πηγαίνει η Χαλασιά (που στο τοπικό ιδίωμα της Ηπείρου σημαίνει την πολύ αγαπημένη) στο μύλο να δουλέψει και να βασανίζεται. Και εγένετο must. Ακολούθησαν τα φεστιβάλ με τον -γηραιό πλέον- Πετρολούκα Χαλκιά και τον Αντώνη Κυρίτση. Και χορός και γλέντι. Για το φολκλόρ του πράγματος. Μα το ηπειρώτικο τραγούδι δεν έχει ακόμα συστηθεί σε όλο του το μεγαλείο.

Τα μοτίβα του ξενιτιάς και του θανάτου

Στα κανονικά ηπειρώτικα γλέντια,αυτό που λέμε πανηγύρι στο χωριό, υπάρχει ένα τελετουργικό: Το πρώτο τραγούδι είναι πάντοτε μοιρολόι. Είτε για νεκρό, είτε για ξενιτεμένο. Κι η έννοια της ξενιτιάς στην Ήπειρο είχε χαρακτηριστικά θανάτου. Εκείνοι που έμεναν πίσω,δεν ήξερα αν θα ξαναδούν τον αγαπημένο,δεν ήξεραν καν αν θα του ξαναμιλήσουν. Καθόλου παράλογο, αφού η θάλασσα έφερνε ευκολότερα τους ανθρώπου κοντά, αλλά τα βουνά δυσκόλευαν κάθε επανασύνδεση. Κι εξάλλου, όταν ξενιτεύονταν οι άντρες μιας οικογένειας, αυτομάτως οι γυναίκες έμπαιναν σε καθεστώς χηρείας. Έπρεπε να αναλάβουν το σπίτι, τα κτήματα, τα ζώα, τα παιδιά και φυσικά ούτε λόγος για δεύτερο γάμο.

Η ξενιτιά, το μαζικό της φαινόμενο, έδενε τον τόπο με το μαράζι του αποχωρισμού. Τον ίδιο αποχωρισμό που έθετε κι ο θάνατος. Ο ξένος τόπος ήταν σαν την Κόλαση ή τον Παράδεισο, μια άγνωστη εικόνα, ένα αφήγημα. Έτσι, βλέπουμε τα τραγούδια του ξενιτεμού να τα αφηγούνται εκείνοι που μένουν πίσω: Το ξενιτεμένο πουλί της μάνας το χαίρεται η ξενιτιά κι εκείνη έχει τον καημό του ή τώρα στα ξεχωρίσματα φιλάει ο πατέρας τον γιο, γιατί έχουνε ζωή και θάνατο και κανείς δεν ξέρει αν (και πού) θα ανταμωθούνε ξανά.

Ωστόσο,το μοιρολόι του θανάτου, είναι πιο συγκεκριμένο, παρά τα πολύ κοινά του χαρακτηριστικά μ εκείνο της ξενιτιάς. Η χήρα ζητά από την τρυγόνα να της πει αν είδε τον ασίκη της, τον αγαπητικό της, τον δικό της τον άντρα κι αυτό είναι ένα από τα λίγα μοιρολόγια του θανάτου που έχουν στίχο. Το πένθος στην ηπειρώτικη παράδοση είναι βουβό από λόγια κι ο ήχος του κλαρίνου θυμίζει τόσο πολύ το κλάμα, που λόγια δεν χρειάζονται. Μάλιστα,μέχρι πρόσφατα στην ιστορία (κι ίσως σε κάποιες περιπτώσεις να συμβαίνει ακόμα) τα χωριά συνόδευαν το νεκρό με κλαρίνα προς το χώμα που θα τον σκέπαζε.

Ο έρωτας και η γυναίκα

Εξέχουσα θέση κατέχει, φυσικά, ο έρωτας, όπως και σε όλες τις μουσικές παραδόσεις. Το ηπειρώτικο τραγούδι για τον έρωτα είναι υπόσχεση και δράμα (ίσως παραπάνω δράμα…). Καθώς οι άνθρωποι συναντιόντουσαν κυρίως στα γλέντια, το ερωτικό τραγούδι είναι αυτόματα κι ερωτικό κάλεσμα. Και περιέχει σχεδόν τα πάντα. Κρυφούς έρωτες, φανερούς έρωτες, διαταξικούς έρωτες, παράνομους εραστές. Μερικές φορές ντυμένο με μία σχετική αγριότητα. Παρακολουθούμε, για παράδειγμα, τον ερωτοχτυπημένο να λέει προς την καψούρα του ότι η σκύλα η πεθερά της θέλει μαχαίρωμα ως το ξημέρωμα. Ή, πως αυτή παντρεύεται Κυριακή και της εύχεται Δευτέρα να χηρέψει, έτσι ώστε την Τετάρτη το πρωί να πάει να τον γυρέψει, διότι τα πάντα είναι θέμα σωστού προγραμματισμού.

Και το αντικείμενο του πόθου είναι πάντοτε υπέροχο. Συνδέεται δε τόσο πολύ με το κόσμημα, που σίγουρα θα πρέπει να λάμπει. Έχει μαργαριταρένια δόντια, είναι πολύτιμη σαν ασημένια αλυσίδα, της κάνει δώρο χρυσά πλεξούδια, θέλει να την έχει να τρώει, να πίνει και να στολίζεται. Στο ηπειρώτικο τραγούδι βλέπουμε τη γυναίκα να παρομοιάζεται περισσότερο με στολίδι, παρά με στοιχείο της φύσης, με λουλούδια,ας πούμε.

Κι η γυναίκα, η τσαχπίνα -πάντοτε-, η «μπαζαργκάνα»είναι και πολυπόθητη, είναι κι εκείνη που καλείται να διαλέξει. Το ερωτικό τραγούδι της Ηπείρου παρακαλάει την γυναίκα να επιλέξει ανάμεσα σε τόσους άλλους επίδοξους εραστές τον ερωτοχτυπημένο. Αυτή τον κάνει να αρνηθεί και μάνα και πατέρα, αυτός της τάζει ότι θα γίνει το παραδουλάκι της, για να της στρώνει το κρεβατάκι της. Κι ούτε θέλει να την κλέψει, ούτε λέει πως την δικαιούται. Δικό της το μαχαίρι, δικός της κι ο κυπρίνος της Παμβώτιδας. Κι αν δε τον αρνηθεί, τότε πάει το ερωτικό άσμα κι ενώνεται με το μοιρολόι. Αρρωσταίνει από καημό κι ούτε γιατρός ούτε γιατρικά γιατρεύουν τον πόνο που’ χει στην καρδιά.

Οι τεράστιες υποκατηγορίες της τάβλας και του πολέμου

Τα δημοτικά τραγούδια ήταν προφορικά.Δεν γράφτηκε η μουσική, δεν γράφτηκαν οι στίχοι κι αν τα δούμε αποσπασμένα από το ύψος του μεγαλείου τους, τα Ομηρικά Έπη δεν ήταν κάτι άλλο, παρά δημοτικό τραγούδι. Ιστορίες από στόμα σε στόμα. Έτσι και το τραγούδι της Ηπείρου (όπως κι όλα τα υπόλοιπα της παράδοσης).

Κι εδώ έχουμε τα τραγούδια της τάβλας, τραγούδια που δημιουργήθηκαν χωρίς προεπεξεργασία και μεταδόθηκαν από στόμα σε στόμα, με δεκάδες παραλλαγές. Τα τραγούδια της τάβλας υμνούν κυρίως το γλέντι. Καλωσορίζουν την παρέα. Μιλούν για το κρασί και το ρακί (δηλαδή το τσίπουρο και όχι την ρακή, που απέχει περίπου ένα 6% λιγότερο σε αλκοόλ). Μιλούν για την ζωή σε ετούτο τον κόσμο, γιατί στον άλλον… βράσ’ τα, «ο Τζακ Ο’ Χάρα κόκκαλο». Πράγμα λογικό, ειδικά αν σκεφτούμε πως περίπου στη μέση της μάζωξης ήταν όλη ντίρλα, (σκόπι, που λένε και στα Γιάννενα).

Από την άλλη, το πολεμικό τραγούδι δεν ήταν διαδεδομένο σε όλη την Ήπειρο. Κυρίως, επειδή δεν πολεμούσαν εξίσου συχνά σε όλη την Ήπειρο. Οι Γιαννιώτες τα είχαν βρει με τους Τούρκους, έλεγχαν και τα λεφτά, οι Σουλιώτες είχαν τ’ άρματα. Έτσι, πολεμικό τραγούδι βρίσκουμε κυρίως στην Θεσπρωτία και συγκεκριμένα στην περιοχή του Σουλίου, όπως αναφέρθηκε ήδη.

Τραγούδια για τον Μάρκο Μπότσαρη, την Λένω (της ίδιας οικογενείας), την δόλια μάνα, που της απήγαγαν την κόρη στη μάχη της Μουργκάνας, τα τούρκικα καράβια που άραζαν στις μαύρες θάλασσες, εκεί που πέθαιναν στις ναυμαχίες.

Ίσως το πιο διαδεδομένο πολεμικό τραγούδι σε ολόκληρη την Ήπειρο να ήταν ο Σαμαντάκας. Ο Σαμαντάκας, ή Οσμάν Τάκας, ήταν κλέφτης της εποχής και τοπικός ήρωας, ο οποίος όταν ήρθε αντιμέτωπος με το εκτελεστικό απόσπασμα, ζήτησε σαν τελευταία χάρη να χορέψει. Λέγεται πως ο λεβέντικος χορός του συγκίνησε τον μπέη του Μαργαριτίου (στην Θεσπρωτία), ο οποίος και του χάρισε την ζωή.

Αλλά το εύρος των τραγουδιών της τάβλας είναι από μόνο του μια άλλη ιστορία. Προς το παρόν, μένουμε να μας συστήνεται.καθυστερημένα, ένα αδικημένο παραδοσιακό τραγούδι. Αυτό της Ηπείρου, ένα μουσικό κεφάλαιο συγκλονιστικό. «Υπνωτικό και απόκοσμο», που λένε και στα ξένα (Μέσα).

γράφει η Όλγα Στέφου

Πηγή

από