Η «ενοικιαζόμενη» εργασία στις πολυεθνικές έχει γίνει πλέον θεσμός: εργολαβικές σχέσεις, γενικόλογες συμβάσεις, μισά δικαιώματα. Πίσω από τη βιτρίνα της «ευελιξίας» κρύβεται η πλήρης ανασφάλεια. Εργαζόμαστε σε τηλεφωνικά κέ­ντρα, εξυπηρετώντας κολοσσούς με σχέσεις εξαρτημένης εργα­σίας που δεν κατονομάζουν ποτέ τον πραγματικό εργοδότη, με δύο αφεντικά και καθόλου δικαιώματα.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα η ICAP, εταιρεία με δεκάδες καταγγελίες, «ειδική» στον δανεισμό εργαζομένων. Η καθημερινότητα εκεί περιλαμβάνει πολλαπλά project, τεράστιο όγκο πληροφοριών, ασφυκτικές στοχοθεσίες και διαρκή πίεση για αποδοτικότητα. Οι στόχοι μπορεί να κυμαίνονται από 2 λεπτά ανά πελάτη για πληροφορίες, σε τεχνικά project για παρόχους τηλεπικοινωνιών 6 λεπτά (βλά­βες) και ακόμα λιγότερα αν πρό­κειται για πωλήσεις με αριθμητικούς στόχους.

Αν δεν πιάσεις τους στόχους: παρατηρήσεις, αποκλεισμοί από bonus, μέχρι και απολύσεις. Η συνθήκη του «κρυφού» εργοδότη δημιουργεί διπλή καταπίεση στην καθημερινότητα ενός εργαζόμενου, καθώς αυτό συνεπάγεται διπλή πίεση, διπλή επιτήρηση και διπλή ευθύνη- όλα στην τιμή των μηδέν εργασιακών δικαιωμάτων.

Τυπικά, η σύμβασή μας είναι με την ICAP. Στην πράξη, όλα τα καθορίζει η εκάστοτε επιχείρηση του project: ωράρια, άδειες, bonus, διαλείμματα, στόχοι. Είναι αυτοί που αποφασίζουν αν θα πάρεις ή όχι το bonus σου επειδή απήργησες ή επειδή αρρώστησες, είναι αυτοί που θα κρίνουν αν μπορεί η αποδοτικότητα του κέντρου να «υποστηρίξει» το να βγούμε διάλειμμα -ενώ νομικά προβλέπεται 10-15 λεπτά ανά 2 ώρες μπροστά από υπολογιστή-, αν θα έχουμε κρατήσεις από τα bonus μας λόγω παρέκκλισης σε ένα από τα καθημερινά εναλλασσόμενα «σημεία προσοχής». Δυο εργοδότες πάνω απ’ το κεφάλι μας -ένας τυπικά κι ένας ουσιαστικά. Η στοχοθεσία έχει γίνει εργαλείο ελέγχου και εκβιασμού. Ούτε αναγνώριση ούτε σεβασμός στους εργαζομένους. Μας φωνάζουν -κυριολεκτικά- να «κλείσουμε τον πελάτη» για να μη χαθεί ο χρόνος και χαλάσει ο δείκτης. Κι όταν καταφέρεις να αγγίξεις αυτά τα εξωπραγματικά νούμερα που απευθύνονται σε εργαζόμενους-ρομπότ, θα εφεύρουν νέες «ποινές», νέα «σημεία προσοχής», νέα προσχήματα για να σου τα στερήσουν όλα πάλι απ’ την αρχή.

Εκτός φυσικά της πίεσης που δεχόμαστε εντός ωραρίου για να ανταπεξέλθουμε στον φόρτο εργασίας, η κατ’ επιλογή υποστελέχωση του κέντρου οδηγεί σε διαρκή αναζήτηση υπερωριών και έξτρα ημερών εργασίας. Μπορεί να μην μας υποχρεώνουν να εργαστούμε πέραν του ωραρίου μας -δεν θα μπορούσαν άλλωστε, καθώς είναι «μαύρες» ώρες εργασίας που πληρώνονται με κουπόνια σουπερμάρκετ- όμως η εργασία μας δεν τελειώνει με το τέλος της βάρδιας.

Δεχόμαστε συνεχώς τηλεφωνήματα, ακόμα και 5-6 φορές σε μια μέρα, μέχρι να απαντήσουμε, με σκοπό να μας πιέσουν να κάνουμε υπερωρίες. Πρόκειται για καθαρή παραβίαση της προσωπικής ζωής, μια υπόγεια μορφή εξαναγκασμού, που μας μετατρέπει σε εργαζόμενους διαρκούς επιφυλακής χωρίς κανέναν σεβασμό στον χρόνο μας.

Εννοείται πως αν τολμήσεις να διαμαρτυρηθείς για κάτι από όλα αυτά, η απάντηση είναι πάντα: «Δεν φταίμε εμείς, η εταιρεία που σας μισθώνει φταίει. Δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι». Έτσι, καμία πλευρά δεν αναλαμβάνει την ευθύνη, εμείς μένουμε παγιδευμένοι ανάμεσα σε δύο εργοδότες και καλούμαστε να πληρώνουμε και το τίμημα -χωρίς ποτέ κανείς να λογοδοτεί.

Αυτό που περιγράφουμε δεν είναι η εξαίρεση, είναι η καθημερινότητα χιλιάδων εργαζομένων σε τηλεφωνικά κέντρα με το μοντέλο της «ενοικιαζόμενης» εργασίας και την ύπαρξη δύο αφεντικών που παίζουν τον ρόλο του «ενοικιαστή» και του «πραγματικού εργοδότη». Δεν είναι τελικά παρά μια έκφανση της γενικευμένης εκμετάλλευσης. Οι πολυεθνικές και οι εργολάβοι επιδιώκουν με κάθε μέσο να αυξήσουν την κερδοφορία τους, μειώνοντας τα εργατικά δικαιώματα και εντείνοντας την καταπίεση.

Η αλήθεια είναι ότι η διαρκής αντικατάσταση εργαζόμενων καθιστά δύσκολη την ύπαρξη ενός σωματείου επιχειρησιακού για την υπεράσπιση αρχικά των βασικών εργασιακών δικαιωμάτων, όπως το 5νθήμερο-8ωρο ή το διάλειμμα. Επίσης, προστίθεται το πρόβλημα του ότι ενώ όλοι είμαστε εργαζόμενοι της ICAP έχουμε άλλες προτεραιότητες στις διεκδικήσεις μας, καθώς όπως προαναφέρθηκε βρισκόμαστε υπό καθεστώς διπλής εργοδοσίας και συνήθως ο «κρυφός» εργοδότης είναι αυτός που ορίζει τι δικαιούμαστε εν τέλει, κι ενώ η κάθε μία από αυτές τις εταιρείες που είναι μεσάζοντας η ICAP έχει δικό της επιχειρησιακό σωματείο, εμείς βρισκόμαστε στη μέση μιας και το επιχειρησιακό της ICAP έχει διαλυθεί κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες. Οπότε, θα πρέπει να αποτελέσει στοίχημα για εμάς τους ίδιους τους εργαζόμενους το πώς θα μπορέσουμε να ανασυνταχθούμε και να απαντήσουμε συλλογικά σε όλους αυτούς που καθημερινά προσπαθούν να μας εκμεταλλευτούν.

Πηγή: Λαϊκός Δρόμος

e-prologos.gr