Με μεγάλη καθυστέρηση δημοσιεύουμε το 3ο μέρος του έργου “ΠΑΙΔΟΜΑΖΩΜΑΤΑ”.
Ο υπότιτλος της ενότητας είναι, όπως θα δείτε παρακάτω, “Το διευρυμένο παιδομάζωμα”. Και αναφέρεται σε μετακινήσεις, γενικά, πληθυσμών, αλλά και σε μετακινήσεις παιδιών που οφείλονταν σε ποικίλους λόγους. Οι μετακινήσεις αυτές ήταν αναγκαστικές αλλά και οικειοθελείς. Με την τακτική αυτή δημιουργούνταν θύλακες ανθρώπων, “μεταναστών και προσφύγων”, μέσα στον τόπο τους. Και οι υπερσυγκεντρώσεις αυτές λάβαιναν χώρα κυρίως στις πόλεις. Γιατί έτσι ελέγχονταν καλύτερα οι εξαθλιωμένοι πληθυσμοί. Δημιουργήθηκε, όμως, πρόβλημα επισιτισμού και στέγασης. Κι έτσι, αυτοί οι “εκτοπισμένοι” βρίσκονταν συνεχώς υπό τον έλεγχο των εκάστοτε αρχών αλλά και είχαν την ανάγκη των εράνων και των τροφίμων που μοίραζαν για να εξασφαλιστεί η στοιχειώδης επιβίωση.
Κι αυτό υπήρξε μια αιτία του υπερπληθυσμού στις πόλεις. Μοιάζει να ξεκίνησε από τότε η ερήμωση της υπαίθρου χώρας…
Η ομάδα του blog των Λαμπράκηδων
3. ΤΟ ΔΙΕΥΡΥΜΕΝΟ ΠΑΙΔΟΜΑΖΩΜΑ
Ένα από τα μεγάλα προβλήματα που προέκυψαν ήταν η προστασία του άμαχου πληθυσμού, που κατοικούσε κοντά στις περιοχές των επιχειρήσεων. Η καθημερινή φωτιά των εμπολέμων είχε παραλύσει την οικονομική ζωή των περιοχών. Είχε δημιουργήσει οξύ πρόβλημα ασφάλειας, επισιτισμού, που είχε σαν αποτέλεσμα την έλλειψη εφοδίων και συνέπεια την πείνα, την έλλειψη ρουχισμού, φαρμάκων και την αύξηση των ασθενειών.
Στην κόλαση που επικρατούσε στην εμπόλεμη ζώνη των επιχειρήσεων, η σωτηρία του άμαχου πληθυσμού (και των παιδιών), όπως αναλύει η Τ. Βερβενιώτη [4. Τασούλα Βερβενιώτη. Περί "παιδομαζώματος" και "παιδοφυλάγματος” ο λόγος ή τα παιδιά στη δίνη της εμφύλιας διαμάχης, στο Το όπλο παρά πόδα. Οι πολιτικοί πρόσφυγες του ελληνικού εμφυλίου πολέμου στην Ανατολική Ευρώπη, επιμ. Ε. Βουτυρά, Β. Δαλκαβούρας, Ν. Μαραντζίδης, Μ. Μποτίλα, εκδ. «Πανεπιστημίου Μακεδονίας», 2005, σελ. 101-123], αποτέλεσε «μέρος των επιχειρήσεων αφού οι αντιμαχόμενοι στρατοί είχαν αναλάβει τη μεταφορά τους, κάνοντας πολλές φορές αγώνα δρόμου για να προλάβουν να τα συγκεντρώσουν, πριν από τους άλλους, τους εχθρούς… συνδέθηκαν με πολιτικούς και διπλωματικούς χειρισμούς, σε εθνικό, αλλά και σε διεθνές επίπεδο».
Ενώ η διεξαγωγή του εμφυλίου έγινε στα βουνά οι πόλεις ήταν κι αυτές θύμα του. Εκεί που κυριαρχούσε η κυβερνητική παράταξη, εκ των πραγμάτων κατέφυγε μεγάλη μερίδα πληθυσμού. Αυτή η υπερσυγκέντρωση δημιούργησε προβλήματα στέγασης, απασχόλησης, εκπαίδευσης, κοινωνικής συνοχής και προκάλεσε διατάραξη της καθημερινής ζωής. Οι κατοικημένες αυτές περιοχές, αν δεν ήταν εχθρικές, τουλάχιστον στην ενεργή πλειοψηφία τους δεν ήταν φιλικές προς τον κυβερνητικό στρατό. Π.χ. σε αναφορά του ο αντιστράτηγος Θρ. Τσακαλώτος της 4/7/1948 γράφει: «Τέλος διά τελευταίαν φοράν τονίζω ότι είναι ανίκανος ο Δ/ντής, όστις θα αφίνη το τμήμα του εις κατωκειμένους τόπους», και αλλού με ημερομηνία 16/1/1949: «Δεν πρέπει να μετακινούνται μέσα στην πόλη μεμονωμένοι μαχητές [5. ΓΕΣ / Διεύθυνσις Ιστορίας Στρατού, Αρχεία Εμφυλίου Πολέμου 1944-1949, Αθήνα 1998, τόμος 9ος, σελ. 150 και τόμος 11ος, σελ. 393].
Το πρόβλημα της οικειοθελούς ή αναγκαστικής απομάκρυνσης πληθυσμών εμφανίζεται μαζικά στα τέλη του 1946 και διαρκεί μέχρι τα τέλη του 1949. Αφορούσε όλη την κεντρική βόρεια Ελλάδα, την Ήπειρο, την Πελοπόννησο ακόμα και νησιά. Εντείνεται όσο μεγαλώνει χωρικά και χρονικά η οξύτητα των πολεμικών συγκρούσεων.
Μία άλλη παράμετρος που προκάλεσε τη φυγή ήταν η τρομοκρατία. Ο Ε. Αβέρωφ ομολογεί ότι από «τις πρώτες εβδομάδες του 1945, αν είχε κανείς συμμετάσχει στον ΕΑΜ/ΕΛΑΣ, δύσκολα μπορούσε να ζήσει σε ένα χωριό ή σε μια επαρχιακή πόλη. Έπρεπε να χαθεί στη ανωνυμία της μεγαλουπόλεως». [6. Ευάγγελος Αβέρωφ, Ο Ελληνικός Εικοστός Αιώνας βήμα προς βήμα. “Φωτιά και τσεκούρι!”. Ελλάς 1944-1949 και τα προηγηθέντα, εκδ.«ΤΟ ΒΗΜΑ Βιβλιοθήκη», 2009, σελ. 148].
Οι βίαιες μετακινήσεις των πληθυσμών αποτέλεσαν μέρος της τακτικής των στρατιωτικών επιχειρήσεων και των δυο στρατοπέδων. Εκ των πραγμάτων όμως αποδείχθηκε, ότι ήταν αναγκαίες για την προστασία των αμάχων. Οι μετακινήσεις αυτές αποκλήθηκαν «εκτοπίσεις» και οι μετακινούμενοι «ανταρτόπληκτοι» ή «συμμοριόπληκτοι». Οι όροι αυτοί που χρησιμοποιήθηκαν από την κυβερνητική παράταξη, ήταν μέρος του πολέμου προπαγάνδας στο εσωτερικό και το εξωτερικό και αποσκοπούσαν να πείσουν ότι έγιναν λόγω των επιθέσεων των ανταρτών. Πέραν αυτού υπήρξαν και οικειοθελείς μετακινήσεις, με κατεύθυνση από ορεινές περιοχές, κοντινές σε εμπόλεμα πεδία, προς ασφαλέστερες πεδινές περιοχές. Αυτοί αποκλήθηκαν «πρόσφυγες».
Το κυβερνητικό σχέδιο «νεκρή ζώνη» ή «έρημη ζώνη» απέβλεπε στην άμεση εκκένωση των γύρω περιοχών, όπου δρούσε ο Δημοκρατικός Στρατός, ώστε να του στερήσει κάθε δυνατότητα ανεφοδιασμού σε τρόφιμα, περίθαλψη των τραυματιών, συλλογή πληροφοριών από τον φιλικό του πληθυσμό και έμψυχο υλικό, λόγω πιθανής επιστράτευσης.
Όπως γράφει ο Γ. Ιατρίδης [7. Γιάννης Ιατρίδης, Εμφύλιος πόλεμος 1946-1949, εθνικοί και διεθνείς παράγοντες στο Η Ελλάδα στη δεκαετία 1940-1950, ένα έθνος σε κρίση, επιμ. Γ. Ιατρίδης, εκδ. «Θεμέλιο», 1984, σελ. 364], που δεν έχει φιλοΚΚΕ απόψεις, ο ανεφοδιασμός των ανταρτών γινόταν και μέσω φορολογίας σε είδος, όπου οι υπεύθυνοι αξιωματικοί είχαν αυστηρές διαταγές να εκδίδουν λεπτομερείς αποδείξεις για τα είδη που έπαιρναν, ως φορολογία. Αυτά συνέβαιναν όσο τα χωριά είχαν ζωή και κίνηση. Μετά την ερήμωση των χωριών η παραπάνω εθελοντική και οικειοθελής προσφορά, άρχισε να δίνει τη θέση της στον καταναγκασμό.
Όπως γράφει ο Α. Ελεφάντης [8. Άγγελος Ελεφάντης, ό.π„ σελ. 132-133.], το σχέδιο «νεκρή ζώνη» ήταν έμπνευση του Αμερικάνου στρατηγού Βαν Φλιτ στις Φιλιππίνες, όπου στέφθηκε με επιτυχία, όπως άλλωστε και στην Ελλάδα.
Οι «ανταρτόπληκτοι» (λες και είχαν πληγεί μόνο από τους αντάρτες), στεγάστηκαν σε αντίσκηνα, παλαιά κτίρια, παράγκες και στρατιωτικά τολ όπως όπως. Ζούσαν υπό επιτήρηση, ανάλογα με την ένταση των επιχειρήσεων. Αλλά και τον χαρακτηρισμό της περιοχής καταγωγής τους, για «ύποπτες» σχέσεις με τους αντάρτες, μέχρι τη σταδιακή κατάργηση των οικισμών, την άνοιξη του 1950. Επέζησαν χάρη στην διανομή καθημερινού συσσιτίου και του επιδόματος ανταρτόπληκτου. Η διανομή συσσιτίου διατηρήθηκε και μετά.
Η μετακίνηση πολλές φορές ήταν αιφνιδιαστική και γινόταν εντός τακτής προθεσμίας λίγων ωρών, ανάλογα με τις πληροφορίες για επικείμενες συγκρούσεις. Σύμφωνα με μαρτυρία του μετέπειτα υπουργού Ευάγγελου Καλαντζή [9. Το αναφέρει ο Κώστας Γκριτζώνας, Τα παιδιά του εμφυλίου πολέμου, εκδ. «Φιλίστωρ», 1998, σελ. 65.] (σε δεξιές κυβερνήσεις), «οι κάτοικοι υποχρεώθηκαν να εγκαταλείψουν το δικό τους χωριό εντός τακτής προθεσμίας 12 ωρών».
Η άρνηση μετακίνησης συνεπαγόταν παραπομπή σε στρατοδικείο με την κατηγορία του «ανταρτοτρόφου» [10. Κώστας Γκριτζώνας, ο.π. σελ. 60.] ή «ληστοτρόφου». Όσοι από τους «ανταρτόπληκτους» δεν υπέγραψαν δήλωση ενάντια στους κομμουνιστές φυλακίστηκαν, εξορίστηκαν ή έγιναν θύματα άλλων διώξεων [11. Άγγελος Ελεφάντης, ο.π., σελ. 132.]. Οι νεώτεροι επιστρατεύονταν υποχρεωτικά και στέλλονταν στο μέτωπο ενάντια στους αντάρτες. Κάποιοι απέδρασαν για το βουνό ή πέραν των συνόρων και άλλοι γύρισαν παράνομα στα χωριά τους ή έμειναν κρυμμένοι στις γύρω περιοχές.
Η υπερσυγκέντρωση πληθυσμού υπήρξε δυσανάλογη των δυνατοτήτων των πόλεων υποδοχής. Ενδεικτικά ο Ευάγγελος Αβέρωφ [12. Ευάγγελος Αβέρωφ, ο.π., σελ. 289, 251 και 241. Επίσης αναφέρει ότι η Καρδίτσα από 20.000 έφτασε τις 50.000.], αναφέρει ότι την άνοιξη του 1948, τα Ιωάννινα με 25.000 πληθυσμό σε λίγους μήνες έφτασαν τις 80.000, ότι τα Γρεβενά με 6.000 κατοίκους υποδέχτηκαν 8.000 πρόσφυγες και τέλος τον Ιούλιο του 1947 ο αριθμός των προσφύγων κυμαινόταν στις 400.000. Να σημειώσουμε ότι ο ίδιος συγγραφέας δεν αναφέρεται σε βίαιη ή αναγκαστική μετακίνηση πληθυσμών, αλλά την παρουσιάζει ως αυτόβουλη.
Η εφημερίδα της εποχής «Το Βήμα» έγραφε, ότι στην Λαμία οι 20.000 έφτασαν τους 55.000 κατοίκους. Η εφημερίδα Φωνή της Καστοριάς [13. Ραϋμόνδος Αλβανός, Ο εμφύλιος από την οπτική της Εφημερίδας ‘φωνή της Καστοριάς», στο Πτυχές του εμφυλίου πολέμου 1946-1949, επιμ. Κλ. Κουτσούκης – Ι. Σακκάς, εκδ. «Φιλίστωρ», 2000, σελ. 338.] 24/10/48 γράφει ότι η πόλη από 8.000 κατοίκους σήμερα αριθμεί 20.000.
Η μεγέθυνση των επαρχιακών πόλεων είχε σαν αποτέλεσμα τον μεγαλύτερο βαθμό αστυνομικής επαγρύπνησης και καταστολής. Όπως λέει ο Γ. Ρουμπάτης [14. Δούρειος ίππος. Η αμερικάνικη διείσδυση στην Ελλάδα 1947-1967, εκδ. «Οδυσσέας», 1987, σελ. 45.] επέφερε τη σχεδόν πλήρη απαγόρευση δημοσίευσης ή κυκλοφορίας ακόμα και Κεντρώων εφημερίδων με εξαίρεση τις μεγάλες πόλεις. Η συγκέντρωση δημιούργησε νέες κατηγορίες φτωχών στις ήδη φτωχές πόλεις. Δημιούργησε επισιτιστικό πρόβλημα καθώς και μεγάλο πρόβλημα συμπίεσης των ημερομισθίων, που από την άλλη πλευρά υπήρξε πηγή πλουτισμού για κάποιους επιχειρηματίες και για άλλους, λόγω της αυξημένης ζήτησης, αύξηση του κόστους ζωής και εμφάνισης φαινομένων μαυραγορητισμού.
Η νέκρωση των χωριών και κωμοπόλεων, συνέβαλε στην καταστροφή αποθεμάτων προϊόντων, λιπασμάτων, γεωργικών και βιοτεχνικών μηχανημάτων και εργαλείων λόγω αχρησίας, τη μείωση του αριθμού των μικρών και μεγάλων ζώων παραγωγής και αυτοκατανάλωσης, την δραστική μείωση της γεωργικής παραγωγής και την αναστολή της όποιας εμπορικής και βιοτεχνικής δραστηριότητας του χωριού.
Οι κλοπές επίσης δεν είναι αμελητέος παράγοντας. Μπορεί και να διευκολύνονταν προκειμένου τα εγκαταλειμμένα κινητά αντικείμενα να περιέλθουν στους αντάρτες.
Το σχέδιο «έρημη ζώνη» ήταν το αποφασιστικό κτύπημα για την ερήμωση των βόρεια της Θεσσαλίας πόλεων και της εξάρθρωσης της Ελληνικής γεωργικής παραγωγής. Το σχέδιο αυτό το περιγράφει με θαυμασμό ο Dominique Eudes ως εξής: «…Η μεγάλη στρατηγική καινοτομία των κυβερνητικών δυνάμεων από τις αρχές του χειμώνα 1946-1947 έγκειται στη συστηματική εκκένωση των χωριών από τους κατοίκους των… η Αγγλική αποστολή με επικεφαλής τον στρατηγό Ρόουλινγκς αναλαμβάνει να ξεκαθαρίσει τα βουνά από τις κατοικημένες εστίες τους. Τα στρατόπεδα των “προσφύγων” αρχίζουν να κάνουν την εμφάνισή τους γύρω από τις μεγάλες στρατιωτικές φρουρές. Οι αντάρτες κινδυνεύουν να μείνουν κύριοι σε μια έρημο, όπου θα τους είναι δύσκολο να επιβιώσουν και να στρατολογήσουν νέα μέλη τους…» [15. Το αναφέρει ο Κώστας Γκριτζώνας, ό.π., σελ. 58]. Όπως φαίνεται, το σχέδιο αρχικά είχε εκπονηθεί από Άγγλους ειδικούς και ήταν απομίμηση ομοίων σχεδίων, που είχαν εφαρμοσθεί σε αντιαποικιακές εξεγέρσεις.
Σύμφωνα με το σχέδιο «νεκρή ζώνη», έπρεπε να προηγηθεί ο αποκλεισμός των χωριών από τον εφοδιασμό τροφίμων, φαρμάκων, η απαγόρευση της κυκλοφορίας τη νύχτα [16. Δημήτρης Σέρβος, Το παιδομάζωμα και ποιοι φοβούνται την αλήθεια, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, 2000, σελ. 138]. Έτσι η βιαιότητα της μετακίνησης θα αποκτούσε έρεισμα συναίνεσης ή θα συναντούσε λιγότερες αντιστάσεις.
Υπολογίζεται ότι η αναγκαστική ή μη αυτή μετακίνηση συνολικά αφορούσε 700.000-800.000 ανθρώπους, πάνω από το 10% του πληθυσμού της χώρας. Στην περιοχή της Μακεδονίας, όπως αναφέρει ο M. Ristovic [17. Milan Ristovic, Ένα μακρύ ταξίδι: Τα παιδιά του "παιδωμαζόματος" στη Γιουγκοσλαβία 1948-1960, εκδ. «Επίκεντρο», 2008, ο.π., σελ. 19] η μετακίνηση των πληθυσμών έφτανε το 29%. Η Α. Λαΐου [18. Αγγελική Λαΐου, Μετακινήσεις πληθυσμού στην ελληνική ύπαιθρο κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου, στο Μελέτες για τον εμφύλιο πόλεμο 1945-1949, επιμ. Lars Baerentzen, Γιάννης Ιατρίδης, Ole Smith, εκδ. «Ολκός», 2002, σελ. 84-88] που ασχολήθηκε με τις στατιστικές και αριθμούς του φαινόμενου, εμφανίζεται επιφυλακτική με τη χρήση των αριθμών. Για την περιοχή της Μακεδονίας-Θράκης και με βάση την απογραφή του 1940, αναφέρει ποσοστό 20-26%, αφού προηγούμενα εξαιρεί τα αστικά κέντρα, που δεν υπήρχε, όπως ισχυρίζεται, λόγος απομάκρυνσης. Αναφέρει ως αιχμή τον Μάιο του 1949 με 684.000 σύμφωνα με κυβερνητικά στοιχεία. Αλλού πάλι οι πρόσφυγες εμφανίζονται 706.000.
Όμως ο υπολογισμός, όπως η ίδια ισχυρίζεται, με βάση την απογραφή του 1940, δεν είναι ασφαλής, διότι ο πληθυσμός μεταξύ 1950-1960 μειώθηκε, κατά συνέπεια τα ποσοστά εμφανίζονται μεγαλύτερα από τα αναφερόμενα. Επίσης υπάρχει επισφάλεια λόγω άλλων παραγόντων. Τα αριθμητικά στοιχεία, ιδιαίτερα στην αρχή (1946), είναι ελλιπή. Πάντως υπήρχε τάση διόγκωσης των αριθμών, για να εμφανίζεται μεγαλύτερο το πλήγμα της χώρας από τους «συμμορίτες». Επίσης η ίδια τάση διόγκωσης των αριθμών υπαγορευόταν από τη μεγιστοποίηση της αμερικανικής βοήθειας. Διότι όσο αυξανόταν ο αριθμός των «συμμοριόπληκτων», τόσο άνοιγε η όρεξη επαιτείας βοήθειας.
Ο πληθυσμός είχε ενταχθεί σε ανταρτόπληκτους Α’ Β’ και Γ’ κατηγορίας, ανάλογα με κοινωνικά [19. Αγγελική Λαΐου, ό.π., σελ. 95], όπως αριθμός οικογενειακών μελών, αν υπήρχαν επιστρατευμένοι, τραυματίες κ.λ.π., αλλά και πολιτικά κριτήρια π.χ. πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων, προκειμένου να πάρουν το «Βιβλιάριον συμμοριοπλήκτου». Οι ενταγμένοι στην Α’ κατηγορία εκτός από τρόφιμα έπαιρναν και χρηματικό επίδομα. Σύμφωνα με το νόμο 894/9-5-1949 για την ανακούφιση των ανταρτόπληκτων, μεταξύ των 706.000 που συνολικά είχαν γραφτεί στους καταλόγους, οι 660.000 ήταν χαρακτηρισμένοι Α’ κατηγορίας. Δεν χρειάζεται πολλή φαντασία για το πόσο πλούτισαν κάποιοι. Επίσης παρατάθηκε η ζωή του εράνου «Φανέλλα του στρατιώτου» στην υπηρεσία της «περιθάλψεως των συμμοριόπληκτων».
Από τα στοιχεία που παραθέτει η Α. Λαΐου η σταδιακή αντίστροφη ροή προς το χωριό, μετά την αντίστοιχη ύφεση των στρατιωτικών επιχειρήσεων ή την ήττα του Δημοκρατικού Στρατού, υπήρξε δυσανάλογη. Υπήρξαν χωριά που γύρισαν λίγοι και σε άλλες περιπτώσεις πολλοί αρνήθηκαν να γυρίσουν στα χωριά τους. Αλλά και πολλοί από αυτούς που γύρισαν έκαναν το ταξίδι για μεγαλύτερες πόλεις, γιατί το χωριό είχε χάσει τις ευκαιρίες απασχόλησης, που τους προσφέρονταν πριν, καθώς και η ανωνυμία των μεγάλων πόλεων, αποτελούσε ασπίδα προστασίας των «σημαδεμένων». Επίσης η μεγέθυνση των πόλεων τη δεκαετία του 1950 δημιούργησε υποαπασχόληση, με αποτέλεσμα να ανοίγουν οι πύλες για εξωτερική μετανάστευση.
Η Ι. Παπαθανασίου [20. Ιωάννα Παπαθανασίου, «Το όπλο παρά πόδα», Λεκτική πολεμική ή πολιτική στο «Ο Εμφύλιος πόλεμος, Από τη Βάρκιζα στο Γράμμο. Φεβρουάριος 1945-Αύγουστος 1949, επιμ. Η. Νικολακόπουλος, Α. Ρήγος, Γ. Ψαλίδας, εκδ. «Θεμέλιο», 2002, σελ. 148 και 150] αναφέρει ότι το 70% των ανταρτών και το 55% των φυλακισμένων και εξόριστων είχαν αγροτική προέλευση. Υπολογίζεται ότι το 1945-6 μετακινήθηκαν 150.000-200.000 αριστεροί προς τις πόλεις λόγω των διώξεων και της τρομοκρατίας που ασκούνταν σε βάρος τους. Στις πολυάνθρωπες πόλεις ήταν ευκολότερο να χαθούν τα ίχνη τους και να βρεθεί απασχόληση. Για τους ίδιους λόγους μεγάλο μέρος των απολυομένων από φυλακές και εξορίες προτιμούσαν να παραμείνουν στις πόλεις.
Ήδη από το 1945 η «Προσωρινή Δημοκρατική Κυβέρνηση» (ΠΔΚ) είχε δημιουργήσει προσφυγικές εστίες, στις φιλικές της γειτονικές χώρες, όπου κατέφευγαν οι διωκόμενοι, τραυματίες και στελέχη του μηχανισμού του ΚΚΕ [21. Σε μια τέτοια κοινότητα αναφέρεται ολόκληρο το έργο του Milan Ristovic, Το πείραμα του Μπούλκες. “Η Ελληνική Δημοκρατία” στη Γιουγκοσλαβία 1945-1949, εκδ. «Αφοι Κυριακίδη ΑΕ», 2006]. Τότε όλοι πίστευαν, ότι η μετακίνηση αυτή θα είναι προσωρινή. Υπάρχουν πολλές μαρτυρίες ότι ομάδες πληθυσμών που διέμεναν κοντά στα βόρεια σύνορα διέφυγαν αυτοβούλως στις γειτονικές χώρες πριν από την αποχώρηση του Δημοκρατικού Στρατού. Αλλά και μετά την αποχώρησή του για να ενωθούν με τις οικογένειές τους ή υπό τον φόβο των αντιποίνων.
Ο Κ. Γκριτζώνας [22. Κώστας Γκριτζώνας, ό.π., σελ. 52] για τη φυγάδευση των αμάχων προς τα βόρεια σύνορα γράφει, ότι: «…μετά την κατάληψη του Καρπενησίου (Γενάρης-Φλεβάρης 1949) και σε συνέχεια την αποχώρηση του Δημοκρατικού Στρατού έμειναν κρυμμένοι στην περιοχή 2.000 γυναικόπαιδα… Θυμάμαι πως οι εκπρόσωποι των οργανώσεων (από πριν) πίεζαν να προωθήσουμε αυτόν τον κόσμο προς τις λαϊκές χώρες, πράγμα που αργότερα έγινε… η πείνα, η γύμνια και οι σκοτωμοί από τα αεροπλάνα του εχθρού έφεραν μεγάλη δυστυχία».
Από την πλευρά της ΠΔΚ έγινε έκκληση στον ΟΗΕ, για «συστηματικές επιδρομές ενάντια στον άμαχο πληθυσμό των ελεύθερων περιοχών, που δημιουργούν πολυάριθμα θύματα στα γυναικόπαιδα… χιλιάδες πετάχτηκαν έξω από τα σπίτια τους και μεταφέρθηκαν στις πόλεις…» [23. Αγγελική Λαΐου, ό.π., σελ. 74]. Το ΚΚΕ επίσης, έκανε καταγγελία ότι από τα μέσα του 1947 η κυβέρνηση των Αθηνών αποφάσισε την εφαρμογή του σχεδίου «έρημη ζώνη» (ή νεκρή ζώνη), με αιτιολογία τους συμμορίτες, που επιδιώκουν «να αποδιοργανώσουν τη γεωργική παραγωγή, εξαναγκάζοντας τις οικογένειες να καταφύγουν από την ύπαιθρο προς τις πόλεις για να προστατεύσουν τα παιδιά τους».
Το ΚΚΕ, από τις αρχές του 1948, σύμφωνα με τον Milan Ristovic [24. Milan Ristovic, 2008, σελ. 28-29], «… αποφάσισε για την περισυλλογή των παιδιών, στις περιοχές που είχε υπό τον έλεγχό του, ώστε να μετακινηθούν σε ασφαλέστερα μέρη, κυρίως στις γειτονικές χώρες Αλβανία και Γιουγκοσλαβία», πριν απαχθούν από τους “μοναρχοφασίστες”». Μέχρι τότε το ΚΚΕ δεν είχε προχωρήσει σε μαζικές βίαιες επιστρατεύσεις, γιατί δεν είχαν .προκόψει ανάγκες ανεφοδιασμού του σε είδη ή σε ανθρώπινο δυναμικό, πράγμα που είναι αμφιλεγόμενο. Αργότερα όμως, που η «νεκρή ζώνη» αρχίζει να λειτουργεί, οι επιστρατεύσεις γίνονται αναγκαίες και αποτελούν κοινό μυστικό. Ο Μιχάλης Γκανάς, που βρέθηκε μαζί με τους πρώτους πρόσφυγες στην Αλβανία, γράφει: «Μαζεύουνε τα παιδιά. Θα μας στείλουν αλλού, χώρια απ’ τους δικούς μας… οι δικές μας [μανάδες] αγρίεψαν… [τελικά] πήραν τα μεγαλύτερα, από-δέκα [ετών] και πάνω» [25. Μιχάλης Γκανάς, Μητριά πατρίδα, εκδ. «Κείμενα», 1981, σελ. 13].
Από βιβλίο της αντίπαλης όχθης διαβάζουμε [26 Το αναφέρει ο Lars Baerentzen, Το παιδωμάζωμα και οι παιδουπόλεις της βασίλισσας, στο Μελέτες για τον εμφύλιο πόλεμο 1945-1949, επιμ. Lars Baerentzen, Γ. Ιατρίδης, Ole Smith, εκδ. (Γ’ έκδοση) «Ολκός», 2002, σελ. 137]: «Οι κυρίες της Βασιλίσσης… μετακινούνταν επί ώρες πάνω σε μουλάρια, αψηφώντας τους κινδύνους του πολέμου, για να βρουν τα παιδιά μας, για να τα πάρουν προτού τα πάρουν οι κομμουνιστές».
Οι παραπάνω αναταράξεις που επέφεραν σωρεία ανακατατάξεων, είναι άραγε εκτός πεδίου του θέματος; Ανάμεσα στα παντοειδή αυτά θύματα βρίσκονται και παιδιά. Δεν είναι μόνο τα σχολεία, που έκλεισαν, και οι δάσκαλοι, που μπορεί να έγιναν κάθε είδους θύματα. Οι επιδράσεις στην οικογένεια, το χωριό, την πόλη, την οικονομία, κ.λπ. συνηγορούν στην άποψη, ότι ολόκληρη η χώρα και το μέλλον της εντάχθηκαν στην απεχθή έννοια παιδομάζωμα.
Παληοτάκης
Για το blog των Λαμπράκηδων
www.lamprakides.gr/blog
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου