Έβγαλε τα κλειδιά απ’ την τσέπη και τ’ ακούμπησε προσεκτικά στο τραπέζι, σα να ήταν φτιαγμένα από γυαλί και φοβόταν μη σπάσουν. Ίσως πάλι ένιωθε πως κινδύνευε να σπάσει ο ίδιος. Να γίνει χίλια κομμάτια και να σκορπιστεί στο πάτωμα. – Αι σιχτίρ παλιόκλειδα! Τόσο βάρος τριάντα χρόνια!

Είναι γεγονός πως έγερνε λίγο απ’ τη δεξιά μεριά, μα ποιος μπορεί να ρίξει το φταίξιμο σε μια αρμαθιά κλειδιά. Τα κουβαλούσε στη δεξιά τσέπη, όπου κι αν πήγαινε. Το κλειδί για την κεντρική είσοδο του σταθμού, την αίθουσα αναμονής, την πίσω πόρτα, το γραφείο, την αποθήκη υλικού, το μικρό παράσπιτο των κλειδούχων. Κι ήταν όλα μεγάλα και βαριά. Έσχιζαν το μέσα ύφασμα της τσέπης αλλά ήταν τόσο τεράστια, που δεν υπήρχε περίπτωση να κυλήσουν, χωρίς να τα πάρει χαμπάρι.