Δραστηριότητα και γνώση, Του Ε.Β. Ιλιένκοφ – Μετάφραση: Παρασκευάς Λιντζέρης

Στην παιδαγωγική υπάρχει ένα προβληματικό και παράξενο θέμα, το οποίο συνήθως περιγράφεται ως το πρόβλημα της «πρακτικής εφαρμογής της γνώσης στη ζωή».

Και είναι όντως αλήθεια ότι ο απόφοιτος του σχολείου (είτε δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, είτε πανεπιστημίου) βρίσκεται μπροστά στο δίλημμα του να μην ξέρει πώς να «εφαρμόσει» τις γνώσεις του στα προβλήματα που εμφανίζονται έξω από τους τοίχους του σχολείου.

Το γεγονός αυτό φαίνεται να υπονοεί ότι το σύνολο των ανθρώπινων ικανοτήτων πρέπει να περιλαμβάνει την ειδική ικανότητα που θα επιτρέπει να συσχετίζεται με κάποιο τρόπο η γνώση με το αντικείμενό της, δηλαδή με την πραγματικότητα όπως μας δίδεται μέσω της σκέψης (της ενατένισης) του συλλογισμού.

Αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει να υπάρχει μια ειδική μορφή (ένα είδος) δραστηριότητας που να συσχετίζει τη γνώση με το αντικείμενό της, και όπου «γνώση» και «αντικείμενο» γίνονται αντιληπτά από το άτομο ως δύο διαφορετικά, διακριτά πράγματα. Το ένα από αυτά είναι η γνώση όπως περιέχεται σε γενικές φόρμουλες, οδηγίες και προτάσεις και το άλλο είναι το αδόμητο χάος των φαινομένων, όπως εμφανίζεται στην αντίληψη.

Εάν τα πράγματα είναι έτσι, τότε πρέπει ξεκάθαρα να προσπαθήσουμε να διατυπώσουμε κανόνες για την πραγματοποίηση αυτής της συσχέτισης και επίσης να απαριθμήσουμε και να κατηγοριοποιήσουμε τα διάφορα τυπικά σφάλματα, έτσι ώστε να μπορούμε να προειδοποιούμε τους ανθρώπους για να τα αποφεύγουν στο μέλλον.

Στην εκπαιδευτική θεωρία (instructional theory) η προσπάθεια είναι να επιλυθεί το πρόβλημα του «πώς να εφαρμοστεί η γνώση στη ζωή» διαμέσου της δημιουργίας αυτού του είδους των κανόνων και των προειδοποιήσεων. Ωστόσο το αποτέλεσμα είναι ότι το σύστημα των κανόνων και των προειδοποιήσεων γίνεται τόσο δυσκίνητο που από ένα σημείο και μετά αρχίζει να εμποδίζει αντί να βοηθά την προσπάθεια αυτή, μετατρεπόμενο με τον τρόπο αυτό σε μία πρόσθετη πηγή λαθών και αποτυχιών.

Έτσι, έχουμε κάθε λόγο να πιστεύουμε ότι η ουσία του προβλήματος που προσπαθούμε να επιλύσουμε ανακύπτει μόνο και μόνο επειδή η «γνώση» δίδεται στο άτομο με ακατάλληλη μορφή ή για να το θέσουμε πιο ωμά, δεν πρόκειται για πραγματική γνώση, παρά μόνο για κάποιο υποκατάστατο.

Στην πράξη, η γνώση -με την ακριβή έννοια του όρου- είναι πάντοτε γνώση ενός αντικειμένου. Ενός συγκεκριμένου (ιδιαίτερου) αντικειμένου, διότι είναι αδύνατον να γνωρίζει κάποιος «γενικά», χωρίς να γνωρίζει ένα συγκεκριμένο σύστημα φαινομένων, είτε αυτά είναι χημικά φαινόμενα, είτε ψυχολογικά, είτε οποιουδήποτε άλλου είδους.

Αλλά, μετά από όλα αυτά, στην περίπτωσή μας, η διατύπωση σχετικά με τις δυσκολίες της «εφαρμογής» της γνώσης πάνω σε ένα αντικείμενο ακούγεται μάλλον ως παράλογη. Το να γνωρίζεις ένα αντικείμενο, και να εφαρμόζεις αυτή τη γνώση (γνώση του αντικειμένου) – στο αντικείμενο; Στην καλύτερη περίπτωση πρόκειται μόνον για έναν ανακριβή και μπερδεμένο τρόπο για να εκφράσουμε κάποια άλλη, κρυμμένη κατάσταση.

Αλλά αυτή η κατάσταση είναι μάλλον τυπική. Και η κατάσταση αυτή υφίσταται μόνο κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες, όταν το άτομο έχει αφομοιώσει όχι γνώση ενός αντικειμένου, αλλά γνώση κάποιου άλλου πράγματος αντί αυτού. Και αυτό το «άλλο πράγμα» δεν μπορεί παρά να είναι ένα σύστημα φράσεων (ένα σύνολο προτάσεων) σχετικά με ένα αντικείμενο, το οποίο μαθαίνεται ανεξάρτητα από το αντικείμενο ή έστω όντας σε μία φαντασιακή, αδύναμη και εύθραυστη σύνδεση με αυτό.

 Ένα σύστημα λέξεων, όρων, συμβόλων, σημείων και διάφοροι συνδυασμοί αυτών, όπως διαμορφώνονται και νομιμοποιούνται στην καθημερινή ζωή – «δηλώσεις» («προτάσεις») και «συστήματα δηλώσεων». Η γλώσσα και ειδικότερα η «γλώσσα της επιστήμης» με όλη την εκ μέρους της προσφορά σε λέξεις και με όλη τη συντακτική οργάνωση και «δομή» της. Με άλλα λόγια, το αντικείμενο [όχι όπως είναι, αλλά] όπως αντιπροσωπεύεται στην διαθέσιμη γλώσσα, ως ένα ήδη εκπεφρασμένο (λεκτικοποιημένο, ρηματοποιημένο) αντικείμενο.