Mε το ξέσπασμα της πανδημίας του COVID-19, η Παγκόσμια Τράπεζα ξεκίνησε τη δημοσίευση μιας σειράς κειμένων, τα οποία αφορούν την εφαρμογή της τηλεκπαίδευσης στα εκπαιδευτικά συστήματα των χωρών που βρέθηκαν με κλειστά σχολεία. Τα κείμενα αυτά ανανεώνονται σε τακτά χρονικά διαστήματα. Η δημοσίευση αυτών των κειμένων έγινε ύστερα από συλλογή και προετοιμασία από την ομάδα Edech της Παγκόσμιας Τράπεζας με σκοπό , όπως αναφέρεται στο επίισημο site της Τράπεζας, “την υποστήριξη της εθνικών διαλόγων με υπεύθυνους χάραξης πολιτικής σ’ όλο τον κόσμο». Πρόκειται δηλαδή για κείμενα παρέμβασης στη νέα κατάσταση και προσπάθεια ν΄απαντηθεί το πρόβλημα της διδασκαλίας σε συνθήκες πρωτοφανούς κρίσης και όχι για απλές αναλύσεις ή έκφραση απόψεων. Αυτό δίνει, στα συγκεκριμένα κείμενα και στις θέσεις που παρουσιάζουν, ιδιαίτερη πολιτική σημασία.

H αρχική διαπίστωση είναι ότι η πανδημία οδήγησε στο κλείσιμο των σχολείων σε πάνω από το 85% των χωρών σε όλο τον κόσμο και βρέθηκαν εκτός σχολείου 1,6 δις μαθητές μέχρι 10 Απριλίου 2020. Η απάντηση σ’ αυτή την κατάσταση είναι ότι οι περισσότερες χώρες υιοθέτησαν την εξ’ αποστάσεως εκπαίδευση και διάφορες μορφές διαδικτυακής μάθησης. Η πρώτη διαπίστωση της Παγκόσμιας Τράπεζας γύρω από το νέο μοντέλο εκπαίδευσης είναι ότι αυτό έχει αποκαλύψει «βαθιά ψηφιακά χάσματα», αποφεύγοντας να χαρακτηρίσει αυτά τα χάσματα ως κοινωνικά. Η διαπίστωσή της αυτή στηρίζεται σε έρευνα μεταξύ διευθυντών σχολείων από 82 χώρες (έρευνα στα πλαίσια του PISA), που αναδεικνύει τεράστιες διαφορές ακόμα και ανάμεσα σε σχολεία που διαθέτουν αποτελεσματικές σχολικές πλατφόρμες. Σ’ αυτά τα σχολεία, η πρόσβαση των μαθητών σε διαδικτυακά μαθήματα κυμαίνεται σ’ ένα εύρος από 35% -70%. Αντίθετα σε χώρες με μεσαίο και χαμηλό επίπεδο ανάπτυξης, η κατάσταση φαίνεται να είναι ακόμη χειρότερη. Σ’ αυτές, το ποσοστό πρόσβασης στο διαδίκτυο είναι λιγότερο από 50%, διαπιστώνοντας ότι: «μεγάλο ποσοστό μαθητών είναι χωρίς συσκευές που να επιτρέπουν ηλεκτρονική μάθηση». Στα κείμενα αναλύσεων για το χαρακτήρα της τηλεκπαίδευσης γίνεται η διαπίστωση ότι τα περισσότερα μοντέλα που αφορούν τις Τεχνολογίες Πληροφορίας στην Εκπαίδευση αλλά και η έρευνα και η εμπειρογνωμοσύνη που τις υποστηρίζει σχετίζονται με υψηλά εισοδήματα και αφορούν αστικές και περιαστικές περιοχές και είναι σχεδιασμένες γι αυτά τα περιβάλλοντα. Οι τεχνολογικές λύσεις σχεδιάζονται για ν’ ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις για περιβάλλοντα με υψηλά εισοδήματα. Η πρόσβαση στην τεχνολογία για τα περισσότερα νοικοκυριά σχετίζεται με το εισόδημά τους, και ειδικά η πρόσβαση στο ιντερνέτ με υψηλό εύρος ζώνης ή smartphone, ακόμα και όταν πρόκειται για χώρες με μεσαίο επίπεδο ανάπτυξης. Αναφέρεται δε ότι παρουσιάζονται ιδιαίτερα και σοβαρά προβλήματα που αφορούν την εκπαίδευση των μικρών ηλικιών, τα οποία συνδέονται με την προϋπάρχουσα σοβαρή κρίση και την τεράστια ανισότητα στο χώρο της προσχολικής αγωγής σε παγκόσμιο επίπεδο. Η Παγκόσμια Τράπεζα θεωρεί ότι η κρίση της πανδημίας έχει ισχυρό αντίκτυπο στην εκπαίδευση και πιθανόν ο αντίκτυπος αυτός να είναι καταστροφικός σε χώρες οι οποίες, σύμφωνα με τα κριστήρια των τεχνοκρατών της Παγκόσμιας Τράπεζας, έχουν χαμηλά μαθησιακά αποτελέσματα , μεγάλα ποσοστά εγκατάλειψης του σχολείου και μικρή ανθεκτικότητα σε καταστάσεις σοκ. Θεωρεί ακόμη ότι τα παρατεταμένα κλεισίματα των σχολείων μπορεί να θίξουν ιδιαίτερα ευάλωτους μαθητές, καθώς ο χρόνος τους εκτός του σχολείου προσφέρει σε αυτούς λιγότερες ευκαιρίες για μάθηση και επιβαρύνει οικονομικά τις οικογένειες, οι οποίες ενδέχεται ν’ αντιμετωπίζουν σοβαρότερες προκλήσεις γύρω από την φροντίδα των παιδιών, όπως είναι η προσφορά φαγητού λόγω της διακοπής των σχολικών γευμάτων. Διαπιστώνει παράλληλα την απουσία υπηρεσιών κοινωνικής προστασίας των παιδιών, με την ταυτόχρονη αύξηση της ενδοοικογενειακής βίας. Από την άλλη, διαπιστώνει ότι το κενό που προκύπτει από το κλείσιμο των σχολείων δεν μπορεί να καλυφθεί από την τηλεκπαίδευση γι’ αυτούς που δεν έχουν μέσα σύνδεσης και πρόσβαση στο διαδίκτυο.