Για τη Βαγγελιώ Κουσιάντζα
Για τη μεγάλη μαχήτρια του επαναστατικού λαϊκού κινήματος Βαγγελιώ Κουσιάντζα έχουμε ξαναγράψει στο αφιέρωμά μας για την ηρωική εποποιία του ΔΣΕ στη Νιάλα των Ευρυτανικών Αγράφων υπό τον τίτλο: «Ψυχή βαθιά στη Νιάλα-Μια ξεχασμένη σελίδα…» (βλ. εδώ).Ανακαλύψαμε μέσα από την προσωπική μας βιβλιοθήκη (στο βιβλίο του Τάκη Ψημμένου «Αντάρτες στ’ Άγραφα, 1946-1950, αναμνήσεις ενός αντάρτη», εκδ. Σύγχρονη Εποχή) και θα σας παρουσιάσουμε ολόκληρο το τελευταίο συγκινητικό γράμμα της Βαγγελίτσας πριν την εκτέλεσή της από το μοναρχοφασιστικό αμερικανόδουλο Κράτος στις 9 Μάη του 1947.
Κατ’ αρχάς το γράμμα:
«Θάλαμος μελλοθανάτων 8/5/47 Λαμία
Αγαπημένη μου ΣωτηρίαΣ΄ αφήνω γεια μια για πάντα. Είμεθα μια μεγάλη παρέα. Με τις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις βρεθήκαμε στην Νιάλα στ’ Άγραφα. Η απότομη πρωτοφανής χιονοθύελλα μας εδυσκόλεψε. Εγώ επί 24 ώρες έμεινα αναίσθητος και αν έζησα μέχρις εδώ τη ζωή μου τη χρωστώ στο Βασ. Φυτσιλή από τη Σέκλιζα ο οποίος για το χατήρι μου κατεδικάσθη σε ισόβια δεσμά χωρίς όμως και για να ζήσω.
‘Ύστερα από πολλά ενώ καθήμεθα μέσα σε σκηνές μας παρέλαβε στρατός. Από το ψύχος είχα πρηστεί. Μας πήγαν στ΄ Άγραφα ενόλω είμεθα 30 και γω, 31. Μας κράτησαν τρεις ημέρας για ενέσεις. Από κει στο Μοναστηράκι. Το τι δοκιμάσαμε εκεί δε λέγεται. Μας χτύπησαν και μου κόψαν τα μαλλιά μου ολίγα πάντως.Στο Καρπενήσι εκεί ήταν τα πολλά. Με πήγαν σε μπουντρούμι σκοτεινό και χωροφύλακες μαυροσκούφηδες με χτύπησαν απάνθρωπα με σιδεριές και με κρανιές. Μου σπάσαν δυό πλευρά και ακόμα το σώμα μου είναι κατάμαυρο. Μας φέρανε εδώ. Τελική απομόνωση. Τους εξευτελισμούς και ηθικές καταπιέσεις όπου δοκιμάσαμε δε λέγονται. Στην 1 η Μαϊου μας κοινοποίησαν την απόφαση ότι στις 3 περνάμε από στρατοδικείο. Γράμμα δεν μπορούσαμε να στείλουμε διότι δεν έκανε όπως μας είπαν. Ήλθε ο πατέρας μου. Παρακολούθησε δύο ημέρας και μετά πήγε στην Αθήνα. Δεν μ΄ άφησαν καθόλου να μιλήσω. Τώρα από προχθές 5 Μαϊου βγήκε απόφαση με θανατική ποινή. Μας σκηνοθέτησαν πολλά ιδία δε εμένα τόσα που δε λέγονται. Εν τέλει μας χαρακτήρισαν ως στρατολόγους ηθικούς αυτουργούς. Τι να γίνει Σωτηρία μου αφού έτσι είναι ο κόσμος.Δεν έχω μπροστά μου παρά λίγα λεπτά ελπίζοντας ίσως από Αθήνα ο πατέρας μου να φανεί. Έπειτα πλέον φεύγω μια για πάντα χρυσή μου.Εσύ να εργαστείς στο σχολείο και να δώσεις στη νεολαία να πιστέψει τι είναι εκείνο που εμείς πεθαίνουμε υπερήφανοι για την Ελλάδα και πηγαίνουμε ψηλά με τη συνείδησή μας καθαρή.Ως ενθύμιο δωρίζω το καρρέ στη Βασιλικούλα σου αφού άλλο τι δεν έχω. Στη μάνα μου να κάνεις κουράγιο και να της δώσεις σε παρακαλώ τα υπόλοιπα πράγματα για ανάμνηση.Δεν θέλω να με κλάψετε ούτε και να με πενθείτε. Η θυσία μας που γίνεται θα γίνει φάρος που θα φωτίσει όλο τον κόσμο για μια καλύτερη ζωή. Σ’ όλο το δικό μας κόσμο σκόρπα τους ενθουσιώδεις χαιρετισμούς μας. Όπου πάμε και βρεθούμε θα συνεχίσουμε τη δουλειά μας ώστε ερχόμενοι κάποτε και σεις να απολαύσουμε όλοι μαζί τα αγαθά εκείνα που εδώ καθόλου δεν βρέθηκαν.Σας αποχαιρετώ παντοτεινάΓεια σας – γεια σαςΒαγγελίτσαΥ.Γ. Έρχονται να μας πάρουν για το σφαγείο. Θάρρος και υπομονή. Μη μας ξεχάστε. Εύχομαι οι κόποι μας γρήγορα να αποβούν σε όφελος όλου του λαού.Καλή καρδιά.Αντίο- αντίο για πάντα».
– Στη συνέχεια παραθέτουμε τα αποσπάσματα από τη διήγηση του συγκρατούμενου της Βαγγελίτσας, του Βασίλη Φυτσιλή, που σας προαναφέραμε στην εισαγωγή,
Στη μάντρα της Ξηριώτισσας«Μας είχαν πιάσει αιχμαλώτους, ξεπαγιασμένους, μέσα στα αντίσκηνα του κυβερνητικού στρατού, στον ανεμοδαρμένο αυχένα της Νιάλας. Τριάντα άντρες, ανταρτόπουλα του Δημοκρατικού Στρατού και στελέχη της Κομματικής Οργάνωσης του ΚΚΕ και μία γυναίκα τη Βαγγελιώ Κουσιάντζα(….). Στη Λαμία στο έκτακτο στρατοδικείο που μας οδήγησαν, εμάς του Δημοκρατικού Στρατού, με μια δίκη-παρωδία και με συνοπτικές διαδικασίες- μας καταδίκασαν, εννιά άντρες και τη Βαγγελίτσα εις θάνατο και τους υπόλοιπους σε ισόβια δεσμά (…)Πριν τα ξημερώματα, χτυπήσανε οι πόρτες. Κλειδιά στριφογύριζαν στις κλειδαριές. ‘Ήρθε η ώρα! Μ’ έβγαλε ένας δεσμοφύλακας απ’ το δικό μας θάλαμο και με πήγε στους μελλοθανάτους. Το είχαν ζητήσει οι ίδιοι. Με χαιρετούσαν και ο καθένας κάτι μου έβαζε με τρόπο στις τσέπες μου. Μου άφησαν τις τελευταίες παραγγελίες για τους δικούς τους.
Και φτάνει, χαράματα, η κουστωδία, στη μάντρα του νεκροταφείου της Ξηριώτισσας. Και ξεφορτώνουν τους αγωνιστές στον “κρανίου τόπο”. Μα αυτοί, τον τόπο ετούτο της σφαγής και της φρίκης, τον κάνουν χοροστάσι της αντρειοσύνης. Μόλις τους ξεκλειδώνουν απ’ τις χειροπέδες, πιάνουν ο ένας τ’ αλλουνού το χέρι και στήνουν το χορό!Έχε γεια, καημένε κόσμεέχε γεια, γλυκιά ζωή!Η Βαγγελίτσα, φορώντας το κόκκινο μεταξωτό φουστάνι της, σέρνει πρώτη το χορό. Και ακολουθούν όλοι, τραγουδώντας αυτό το “παράξενο”, το συγκλονιστικό ξεφάντωμα. Στη στεριά δε ζει το ψάριουτ΄ ανθός στην αμμουδιάκαι οι Έλληνες δε ζούνεδίχως την ελευθεριάΚαι μετά, έπιασαν το τραγούδι που λέγαμε τις τελευταίες μέρες στην απομόνωση. Το “τραγούδι” μας.Για μια ιδέα ευγενικιάδίνουμε τη ζωή μαςχαρά σ’ αυτόν που παρατάγια μια τιμή τον κόσμο.
Οι στρατιώτες του εκτελεστικού αποσπάσματος, που τους ΄λαχε ο κλήρος να εκτελέσουν αυτό το μακάβριο “στρατιωτικό καθήκον”, μένουν πετρωμένοι στις θέσεις τους, σαν αγάλματα. Συγκλονισμένοι παρακολουθούν αυτό το απίστευτο θέαμα, αυτό το δραματικό μεγαλείο των μελλοθάνατων αγωνιστών. “…Ετούτοι είναι οι ληστές;…Οι Προδότες της πατρίδας;…”.
“Για μια ιδέα ευγενικιά δίνουμε τη ζωή μας”!!! Συνεχίζουν το χορό τους οι μελλοθάνατοι, με τη Βαγγελίτσα μπροστά, ν’ ανεμίζει στο χέρι το μαντήλι της.Πώς να σηκώσουν το όπλο, να σκοτώσουν αυτά τα παλικάρια… Ποιο “στρατιωτικό καθήκον” να εκτελέσουν, όταν βλέπουν απέναντί τους τέτοιους Έλληνες, αδέρφια τους;… Όταν αντικρίζουν την ίδια τη μαχόμενη πατρίδα, ν’ αποκαλύπτεται μπροστά στα μάτια τους με όλη την αληθινή της δόξα…Ένα φως αστράφτει ξαφνικά μέσα στη συνείδησή τους. “Όχι!” Δε θα ρίξουν τις φονικές τους σφαίρες πάνω σε τούτα τα παλικάρια. Τ’ αδέρφια τους!…“Επί σκοπόν” ουρλιάζει ο επικεφαλής του αποσπάσματος. Μα κανένας δεν κουνιέται από τη θέση του. Κανένας δε σηκώνει το όπλο.“Για μια ιδέα ευγενικιά δίνουμε τη ζωή μας!…”Αμηχανία και αναταραχή επικρατεί στους επικεφαλείς του αποσπάσματος και στον κύριο βασιλικό επίτροπο. Μαζεύουν άρον-άρον τους στρατιώτες σε μια καρότσα φορτηγού και τους ξαναγυρίζουν στο τάγμα τους. Τη “λύση του προβλήματος” έδωσαν χωροφύλακες-“μαυροσκούφηδες” και “ΜΑΥδες” τρομοκράτες, του μεταβαρκιζιανού παρακράτους. Άτομα πορωμένα και αδίστακτα, που εκτελούσαν πρόθυμα και με ευχαρίστηση τη γενική προτροπή των Αγγλοαμερικανών επικυρίαρχων:“Σκοτώστε τους!” Έριξαν τα καυτερά τους βόλια πάνω στα κορμιά των αγωνιστών, ενώ εκείνοι συνέχιζαν το χορό τους. Τα παλικάρια γονατίζουν, διπλώνονται και πέφτουν αιμόφυρτα πάνω στη μαγιάτικη χλόη. “Και τα΄αθώο χόρτο πίνει αίμα αντί για τη δροσιά…”
Τελευταία έπεσε η Βαγγελίτσα. Γονατισμένη, με το κορμί τρυπημένο απ’ τις σφαίρες, αλλά με την καρδιά όρθια μπροστά στους εκτελεστές της, καταγγέλλει τους δολοφόνους. Ζητωκραυγάζει, αποχαιρετώντας τη ζωή, το λαό της, το κόμμα της:“Αλίμονο στο καθεστώς, που προσπαθεί να κρατηθεί στην εξουσία, σκοτώνοντας Έλληνες πατριώτες. Ας είναι το αίμα μας το τελευταίο που χύνεται. Ο λαός δε θα μας ξεχάσει. Ζήτω το τιμημένο Κάπα Κάπα Έψιλον”!»
Ήταν μόλις 29 χρονών…
Ένα αφιέρωμα στη μνήμη της Βαγγελιώς Κουσιάντζα από το blog “Ευρυτάνας ιχνηλάτης”
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου