Στις 11 Σεπτέμβρη πραγματοποιήθηκαν εκλογές στη Σουηδία με φόντο τη διαδικασία ένταξης της χώρας στο ΝΑΤΟ, που αποτελεί την αδιαπραγμάτευτη προτεραιότητα σύσσωμου του αστικού πολιτικού συστήματος και των κομμάτων που απαρτίζουν τα αντίπαλα στρατόπεδα της κεντροαριστεράς και της κεντροδεξιάς. Το εκλογικό αποτέλεσμα κατέγραψε την οριακή επικράτηση του κεντροδεξιού συνασπισμού (που αποτελείται από το κόμμα των Μετριοπαθών, τους Χριστιανοδημοκράτες, τους Φιλελεύθερους και την Ακροδεξιά του SD), με ποσοστό 49,7% και 175 έδρες, έναντι 48,8% και 174 έδρες του κεντροαριστερού συνασπισμού της απερχόμενης πρωθυπουργού Μ. Άντερσον.

Το ακροδεξιό SD, με ποσοστό 20,5%, εκτοξεύτηκε στη δεύτερη θέση σε ρόλο ρυθμιστή των πολιτικών εξελίξεων (πρώτο κόμμα αναδείχτηκαν οι σοσιαλδημοκράτες της Άντερσον με 30%). Οι ακροδεξιοί, «εξημερωμένοι» νεοναζιστές πολλαπλασίασαν τα ποσοστά τους (ξεκινώντας από 5,7% το 2010) με λίπασμα την κυρίαρχη ακραία νεοφιλελεύθερη πολιτική της φτώχειας, της ακρίβειας, της αντιμεταναστευτικής υστερίας και της καταστολής που κλιμακώθηκε απότομα τα τελευταία δύο χρόνια σε πανευρωπαϊκό (και όχι μόνο) επίπεδο, με πρόσχημα την καταπολέμηση της πανδημίας.

Στα πλαίσια αυτά μόνο έωλες και υποκριτικές μπορούν να χαρακτηριστούν οι κραυγές αγωνίας των ναυαρχίδων της ενημέρωσης στη «δημοκρατική Εσπερία» για τη γιγάντωση του φασισμού σε μια σειρά χώρες της ΕΕ (όπως στην Ιταλία) και ιδιαίτερα στην παραδοσιακά «ξένη προς τις ακρότητες και φιλελεύθερη» Σουηδία.

πηγή: Λαϊκός Δρόμος