Όπως σε κάθε περίοδο που ξεσπάνε μεγάλες κινητοποιήσεις, έτσι και τώρα, κατόπιν των μεγαλειωδών κινητοποιήσεων της τελευταίας περιόδου, ανοίγει εκ νέου η συζήτηση για το πώς μπορεί να αναπτυχθεί μαζικός, εξωκοινοβουλευτικός λαϊκός αγώνας. Θεωρώντας από την πλευρά μας ότι η μαζικότητα και η συσπείρωση στα άμεσα αιτήματα είναι οι αναγκαίες προϋποθέσεις για να διεξαχθεί ένας αγώνας, φαίνεται ότι μία σειρά δυνάμεις που αναφέρονται στην Αριστερά με την περιχαράκωση και τη διασπαστική λογική που έχουν υιοθετήσει, βάζουν διαφορετικά προαπαιτούμενα.

Στις Γενικές συνελεύσεις των φοιτητικών συλλόγων αλλά και κάποιων σωματείων κυριάρχησε η λογική των «πλαισίων». Η αντίληψη δηλαδή, ότι ο αγώνας πρέπει να διεξαχθεί, όχι στη βάση των αιτημάτων που εκείνη τη στιγμή συσπειρώνουν το λαό, αλλά στη βάση της πολιτικής ανάλυσης της μίας ή της άλλης παράταξης, που μαζί με τα αιτήματα και τις μορφές πάλης που εκείνη προτείνει, αποτελούν ένα πολυσέλιδο «πακέτο» που πρέπει ο εργαζόμενος ή ο φοιτητής ή να συμφωνήσει από την αρχή μέχρι το τέλος, ή να το απορρίψει εντελώς. Και με αυτό τον τρόπο συνέβη να ψηφιστούν μαζί με ένα σωστό αίτημα, όπως πχ. αυτό της μη συγκάλυψης του εγκλήματος στα Τέμπη, το ρεφορμιστικό αίτημα για εργατικό έλεγχο των επιχειρήσεων ή το αίτημα «κάτω η κυβέρνηση» που -εκτός άλλων- εξυπηρετεί και τους εκλογικούς σκοπούς του ΣΥΡΙΖΑ. Η μέθοδος αυτή όμως, οδηγεί κάθε φορά σε αποκλιμάκωση και κλείσιμο των αγώνων όταν παύουν πλέον να εξυπηρετούνται τα μικροπολιτικά συμφέροντα της εκάστοτε πολιτικής δύναμης ή όταν εκείνη αλλάξει ξαφνικά άποψη ακόμα και μετά από λίγες εβδομάδες.

Όπως συμβαίνει συνήθως σε αντίστοιχες συνθήκες που οι συνελεύσεις και οι συλλογικές διαδικασίες μαζικοποιούνται, έτσι και στις συνελεύσεις της προηγούμενης περιόδου πολύς ανένταχτος κόσμος θεώρησε παράλογο να διασπαστεί το σώμα με την ψήφιση ενός από τα πολλά πλαίσια και πρόβαλλε την άποψη ότι η συσπείρωση πάνω σε συγκεκριμένα αιτήματα με τα οποία συμφωνούσε η πλειοψηφία, ήταν ο τρόπος που εξυπηρετούσε το λαϊκό κίνημα τη δεδομένη στιγμή.

Τη διάσπαση των αγωνιστικών δυνάμεων των σωματείων και των συλλόγων σε υποστηρικτές του ενός ή του άλλου «πλαισίου» ακολούθησε η διάσπαση σε ξεχωριστές συγκεντρώσεις στο δρόμο. Τα καλέσματα των συλλαλητηρίων και των απεργιακών συγκεντρώσεων ήταν πολλά και διαφορετικά σε μία λογική που υιοθετείται εδώ και χρόνια από το ΚΚΕ/ΠΑΜΕ αλλά και από πολλές δυνάμεις του εξωκοινοβουλίου που αναφέρονται στην αριστερά, που θεωρούν σωστό να διαδηλώνουν μόνο με τον κόσμο των σωματείων τα οποία ελέγχει η καθεμία, τα κομματικά μέλη και τους φίλους τους, για να μην τυχόν βρεθούν να διαδηλώνουν δίπλα σε ανθρώπους των οποίων τα σωματεία ελέγχονται από διαφορετική παράταξη. Έτσι, βαφτίζοντας ο καθένας την δική του συγκέντρωση πιο αγωνιστική, πιο ταξική, πιο «κόκκινη» από τις υπόλοιπες, σπέρνουν στους εργαζόμενους και στο λαό την απογοήτευση και την ηττοπαθή αντίληψη ότι οι ενιαίες, μαζικές συγκεντρώσεις δεν μπορούν να κερδίσουν και καθώς παλεύουν για πραγματοποίηση διασπαστικών συγκεντρώσεων, αποπροσανατολίζουν από τα πραγματικά καθήκοντα του εργατικού- λαϊκού κινήματος.

Στις μεγαλειώδεις απεργιακές συγκεντρώσεις και τα συλλαλητήρια του Μάρτη για το έγκλημα στα Τέμπη, ήταν τόσο μεγάλη η μαζικότητα, που η άποψη των ρεφορμιστικών δυνάμεων ότι οι οργανώσεις και οι διάφορες συνεργασίες μεταξύ τους αποτελούν το ίδιο το μαζικό κίνημα, κατέρρευσε. Οι εκατοντάδες χιλιάδες κόσμου ξεπέρασαν στην πράξη την ηττοπαθή λογική της ξεχωριστής πλατείας και όλες οι συγκεντρώσεις ενώθηκαν τελικά σε μία μεγαλειώδη ενιαία πορεία.

Ο παλλαϊκός ξεσηκωμός απέδειξε ότι ο κόσμος ανταποκρίνεται μαζικά στα καλέσματα των μαζικών φορέων του, όταν αυτά υπάρχουν. Για αυτό είναι αναγκαία η ανάπτυξη ενός μετώπου που θα πιέζει τα σωματεία και τις ομοσπονδίες των εργαζομένων να καλούν σε απεργίες και κινητοποιήσεις για τα άμεσα αιτήματά τους. Έτσι, σε συνδυασμό με σωστό πολιτικό προσανατολισμό, μπορεί να γεννηθεί αγώνας πραγματικά μαζικός, ενιαίος και ανυποχώρητος.

Ελένη Π.

Περιοδικό Πορεία, τ. 56, που κυκλοφορεί