Σε ένα νέο γύρο κοκορομαχιών έχουν εισέλθει τα κοινοβουλευτικά κόμματα, με στόχο να μείνουν στο απυρόβλητο οι πραγματικοί ένοχοι για το έγκλημα των Τεμπών. Η κυβέρνηση θέλει να εφαρμόσει ξανά τη «συνταγή Τριαντόπουλου». Προσανατολίζεται να ρίξει «στα μαλακά» τον πρώην υπουργό Μεταφορών Κ. Καραμανλή, με την παραπομπή του για ένα «απλό» πλημμέλημα, αυτό της «παράβασης καθήκοντος»(!). Θέλει να ξεπεράσει το ζήτημα, με «φαστ τρακ» διαδικασίες, όσο το δυνατόν πιο αθόρυβα και ανώδυνα. Να μη γίνει προκαταρκτική εξέταση με κλήση μαρτύρων, καταθέσεις κλπ, αλλά να εκδώσει σε «σύντομο χρόνο» πόρισμα, με το οποίο θα ζητείται η απευθείας παραπομπή στον φυσικό δικαστή, οπότε η υπόθεση θα παραπεμφθεί άμεσα στο διορισμένο Δικαστικό Συμβούλιο για τις περαιτέρω ενέργειες. Θέλει να καταφύγει εκ νέου στη γνωστή τακτική του «μπαζώματος», προκειμένου να ακυρώσει την όποια προσπάθεια διερεύνησης της υπόθεσης σε βάθος.
Από την πλευρά της αντιπολίτευσης, παρά το γεγονός ότι καταβλήθηκε προσπάθεια να λειανθούν οξείες γωνίες και να οδηγηθούν σε μια κοινή στάση, αυτό δεν κατέστη δυνατόν γιατί επικράτησαν οι ιδιαίτερες κομματικές σκοπιμότητες, αν και όλες σχεδόν οι πλευρές δεν μιλάνε για «ανθρωποκτονία», αλλά για «διακινδύνευση της ασφάλειας των συγκοινωνιών».
Με το βλέμμα στραμμένο στα μικροπολιτικά οφέλη, διαφωνούν για τις πιθανές ευθύνες του ίδιου του πρωθυπουργού. Έτσι το μεν ΠΑΣΟΚ, που δεν θέλει να «κόψει» όλες -τις όποιες- γέφυρες, παραπέμπει μόνον Καραμανλή και Σπίρτζη, ο δε ΣΥΡΙΖΑ, που βλέπει τα ποσοστά του να κατρακυλούν, υπερθεματίζοντας κοινοβουλευτικά, βάζει στο κάδρο και τον Μητσοτάκη. Και οι δυο προτάσεις «ποιούν την νήσσα» για την πολιτική των ιδιωτικοποιήσεων, της κατάτμησης, διάλυσης, απαξίωσης, υποστελέχωσης και ιδιωτικοποίησης του σιδηροδρομικού τομέα, που εφάρμοσαν οι κυβερνήσεις τους, σε εφαρμογή συγκεκριμένων Οδηγιών της ΕΕ, την οποία ουσιαστικά αθωώνουν.
Στο ίδιο μήκος κύματος κινείται και η πρόταση του ΚΚΕ, που αφού, μετά τις μεγάλες κινητοποιήσεις του Γενάρη-Φλεβάρη, στις αρχές Μάρτη έκλεισε τον κύκλο των εκδηλώσεων, την εβδομάδα που έγινε η συζήτηση στη Βουλή για την παραπομπή Τριαντόπουλου καταθέτει μια χωριστή πρόταση, πανομοιότυπη ως προς το «δια ταύτα» με τα άλλα κόμματα. Και η δική του πρόταση αφορά τους πρώην υπουργούς Μεταφορών Κ. Καραμανλή και Χρ. Σπίρτζη, για τους οποίους «προκύπτουν σαφέστατες ποινικές ευθύνες» για κακουργηματικού χαρακτήρα αδικήματα, ενώ δεν ζητάει την παραπομπή Μητσοτάκη και με μια «εξ απαλών ονύχων» διατύπωση ζητά «να διερευνηθούν οι ευθύνες του πρωθυπουργού Κυρ. Μητσοτάκη, ως προϊσταμένου του Χρ. Τριαντόπουλου». Καταγγέλλει μάλιστα τις άλλες προτάσεις, ως «προτάσεις-πλυντήριο», που σίγουρα τέτοιες είναι, διανθίζοντας τη δική του πρόταση με τις ευθύνες τις ΕΕ και την πολιτική των ιδιωτικοποιήσεων όλων των κυβερνήσεων.
Η κυβέρνηση με τα παπαγαλάκια της προσπάθησε να «αλλάξει την ατζέντα», να βγάλει τον εαυτό της έξω από το κάδρο των ευθυνών, εκμεταλλευόμενη το «πόρισμα «Καρώνη», παίζοντας επικοινωνιακά με τις αντιφάσεις της αντιπολίτευσης και καταγγέλλοντάς την για «τυμβωρυχία». Επιχειρεί έντεχνα στο δίπολο «συγκάλυψη και πολιτική εκμετάλλευση», να μπουν και τα δύο στην ίδια ζυγαριά.
Προέκυψαν όμως άλλα δυο πορίσματα επιστημόνων των συγγενών που καταρρίπτουν το επιστημονικά αβάσιμο και απαράδεκτο «πόρισμα Καρώνη» και αποδομούν το κυβερνητικό αφήγημα για την πυρόσφαιρα.
Ο Γρηγόρης Παπαγιάννης, ομότιμος καθηγητής στον Τομέα Ηλεκτρικής Ενέργειας του ΑΠΘ παρέδωσε στον ειδικό εφέτη ανακριτή Μπακαΐμη την τεχνική του έκθεση σχετικά με τα ηλεκτρικά τόξα και την πυρόσφαιρα, όπου, σε αντίθεσή του με τα όσα ανέφερε το «πόρισμα Καρώνη», αποφαίνεται ότι «η ενέργεια από τα ηλεκτρικά τόξα δεν ήταν αρκετή για να δημιουργήσει πυρόσφαιρα».
Με ένα άλλο το πόρισμα του χημικού μηχανικού Αχιλλέα Μιχόπουλου, τεχνικού συμβούλου συγγενών θυμάτων, που προσυπογράφεται από άλλους τέσσερις χημικούς μηχανικούς (Νίκος Κάρναβος, Νικήτας Νικόπουλος, Δημήτρης Μαντές, Μίρκα Ράδου), περιγράφεται όχι μόνον η ποσότητα (έως και 19 τόνοι), αλλά και η θέση και το είδος των υδρογονανθράκων που ήταν στην εμπορική αμαξοστοιχία και προκάλεσαν την πυρόσφαιρα.
Μετά από αυτή την κοινοβουλευτική προτασεολογία, ήρθαν οι συγγενείς με τις δηλώσεις τους να βάλουν τα πράγματα στη θέση τους, με τις χαρακτηριστικές τους δηλώσεις τους (Μ. Καρυστιανού: «Το μπάζωμα συνεχίζεται και από μέρος της αντιπολίτευσης! Πόσο προσχηματικές δικαιολογίες για να μην συμπεριληφθεί στην ποινική έρευνα ο Πρωθυπουργός, αυτός ο οποίος πρώτος τον Μάρτιο του 2023 μίλησε με σιγουριά ενώπιον του ελληνικού λαού». Χ. Χούπας: «Κόρακας κοράκου μάτι δεν βγάζει». Θ. Ελευθεριάδης : «Δεν θα επιτρέψουμε να ταφούν οι ευθύνες»).
Και στη βάση αυτή προέκυψε και μια άλλη πρόταση των συγγενών, για παραπομπή έντεκα πολιτικών προσώπων, μεταξύ των οποίων και του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη, για σωρεία αδικημάτων, μεταξύ αυτών «ανθρωποκτονία από ενδεχόμενο δόλο κατά συρροή, κακουργηματική πράξη επικίνδυνων παρεμβάσεων με αποτέλεσμα τον θάνατο μεγάλου αριθμού προσώπων, κακουργηματική απιστία σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου, παράβαση καθήκοντος, παρασιώπηση εγκλημάτων, υπόθαλψη – παρεμπόδιση της δικαιοσύνης και εσχάτη προδοσία».
Φαίνεται ότι η δράση των συγγενών των θυμάτων και όχι οι κοινοβουλευτικές φιέστες είναι αυτή που κράτησε το θέμα στην επικαιρότητα, που κινητοποίησε τον κόσμο, που πιέζει ουσιαστικά την κυβέρνηση. Ούτε όμως και το ΚΚΕ, δυο χρόνια τώρα δεν έκανε όσα θα αναλογούσαν στη δύναμή του και τον ρόλο του για την υπόθεση των Τεμπών, μένοντας «κολλημένο» στα «κέρδη» (όχι τα κομματικά, τα άλλα, των «επιχειρηματικών ομίλων»), κρίνοντας αυστηρά ως απολίτικα τα αιτήματα ενάντια στη συγκάλυψη, για οξυγόνο, δημοκρατία και δικαιοσύνη και αποπροσανατολιστική (ή ακόμα και ωφέλιμη για το κεφάλαιο) την κουβέντα για κρατικοποίηση του σιδηροδρόμου, που οδήγησε και στην αποχώρηση επίλεκτων συνδικαλιστικών του στελεχών.
Η κοινοβουλευτική φιέστα θα είναι φτηνή και μικρής διάρκειας. Οι κινητοποιήσεις του Γενάρη-Φλεβάρη δεν χωρούν μέσα σε αυτήν. Αυτές έδειξαν ότι στην ελληνική κοινωνία «κάτι παίζεται». Η ωρίμανση, οργάνωση και η συγκρότηση αυτής της αμφισβήτησης απέναντι στο πολιτικό σύστημα, είναι η μόνη ρεαλιστική ελπίδα, ενάντια στο έγκλημα που γέννησε και γεννάει η ιδιωτικοποίηση των δημόσιων αγαθών, ενάντια στην συγκάλυψη και στην καπηλεία σε μια άλλη κατεύθυνση και προοπτική.
Αυτή η προοπτική δεν μπορεί να κλειστεί σε κομματικά καλούπια και πολυσέλιδα πλαίσια. Πρέπει να έχει ξεκάθαρους στόχους και συγκεκριμένα συνθήματα. Να θέτει απέναντί της συγκεκριμένες πολιτικές και τους υπηρέτες τους. Να διαχωρίζεται από ψεύτικους φίλους. Να εκμεταλλεύεται, με την καλή έννοια του όρου, σαν καταλύτη, τον παράγοντα «συγγενείς». Να κάνει το ζήτημα υπόθεση σωματείων, συλλόγων και συνελεύσεων. Να οδηγείται μέσα από έναν παρατεταμένο αγώνα και να εξασφαλίζει μια πλατιά λαϊκή ενότητα, σαν αυτήν της 28ης Φλεβάρη.
Ο Παύλος Ασλανίδης το έθεσε πολύ καθαρά στην ομιλία του στην εκδήλωση που πραγματοποίησε στην Πάτρα ο Σύλλογος Συγγενών Θυμάτων: «Μας θέλουν κλεισμένους στον εαυτό μας, να τσακωνόμαστε με το διπλανό μας, να αποδεχόμαστε τη μοίρα μας. Για να μπορούν ανενόχλητοι να ετοιμάζουν το επόμενο φαγοπότι, που θα φέρει το επόμενο έγκλημα, που θα φέρει την επόμενη συγκάλυψη. Ο αγώνας μας είναι δίκαιος. Θα πάμε μέχρι τέλους. Θα νικήσουμε».
***
Σε μια άλλη εξέλιξη που συνδέεται με το έγκλημα των Τεμπών είχαμε την απόφαση του Εφετείου για την τραγωδία στο Μάτι το 2018 με το φρικτό θάνατο 104 ανθρώπων. Μετά την πρωτόδικη απόφαση-σκάνδαλο που επέβαλε ποινές χάδι και τις μετέτρεπε μάλιστα σε χρηματική αποζημίωση χωρίς να στέλνει κανένα στη φυλακή, κάτω από την πίεση των συγγενών και του κόσμου για την εξοργιστική ατιμωρησία αναγκάστηκαν οι δικαστές να στείλουν 4 επιχειρησιακούς υπεύθυνους στη φυλακή για 5 χρόνια, αφήνοντας βέβαια τους πολιτικούς προϊσταμένους τους στο απυρόβλητο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου