Προσεχώς οι σειρήνες της εκπαιδευτικής τρομολαγνείας
                Περίπου 200 Τμήματα ΑΕΙ θα δεχθούν φέτος πάνω από 15.000 υποψηφίους με βαθμολογία κάτω από τη βάση (30.000 συνολικά οι υποψήφιοι με βαθμολογία κάτω από τη βάση). Σε ορισμένα μάλιστα από αυτά η βάση εισαγωγής θα διαμορφωθεί κάτω από τα 5.000 μόρια.

                Είναι σίγουρο ότι η Υπουργός της Παιδείας θα δηλώσει προβληματισμένη με την εικόνα της εισόδου υποψηφίων με βαθμό κάτω από τη βάση και έτσι θα δώσει το έναυσμα για να ανοίξουν στο διαπασών οι σειρήνες της εκπαιδευτικής τρομολαγνείας και να δώσουν τα ρέστα τους οι δημοσιογράφοι της αυλής, «αναλυτές» και «ειδικοί», ένας ατελείωτος οχετός που είναι περισσότερο πρόθυμος από ποτέ να μπετονάρει με την  «άποψή» του  την κυβερνητική «γραμμή».
                Η γραμμή είναι γνωστή και την έχει περιγράψει πολύ πριν την ανακοίνωση των φετινών βάσεων εισαγωγής ο νέος Πρωθυπουργός, όταν ακόμη δεν είχε γίνει Πρωθυπουργός, αλλά είχε τελειώσει το Χάρβαντ: “Η εισαγωγή σε εκπαιδευτικά ιδρύματα με πολύ χαμηλή βαθμολογία υπονομεύει την έννοια της ανώτατης εκπαίδευσης”, είχε ανακαλύψει ο Κ. Μητσοτάκης τέτοιο καιρό πριν από δυο χρόνια (29/8/2018) και υπογράμμιζε ότι «από το 2005, ως νέος Βουλευτής, είχα υποστηρίξει την καθιέρωση ενός κατώτατου ορίου εισαγωγής στα Πανεπιστήμια. Η ρύθμιση αυτή πρέπει να επανέλθει. Και θα επανέλθει».
                Και από την άλλη γιατί τα Πανεπιστήμια να ξεχειλίζουν από ντόπιους αμαθείς όταν όπως δήλωσε ο πρωθυπουργός θα μπορούσαν να εκπαιδεύουν  10.000 ξένους φοιτητές με δίδακτρα;
                Και εδώ θα αρχίσουν όλα. Θα ενταθεί η προπαγάνδα για επαναφορά της βάσης του 10 ή και «αναβάθμισης» του απολυτηρίου Λυκείου που θα προκύπτει από τους βαθμούς και των τριών τάξεων με εξετάσεις και ενεργοποίηση της Τράπεζας Θεμάτων που ήδη έχει νομοθετηθεί με την υποσχετική ότι έτσι το απολυτήριο του Λυκείου και το πτυχίο του Πανεπιστημίου θα ανακτήσουν το χαμένο τους κύρος και θα αποκτήσουν αξία.
                Η αλήθεια και το ψέμα
                Να ξεκαθαρίσουμε εξ αρχής. Πρώτον ότι το θέμα της ποιότητας της δημόσιας εκπαίδευσης που παίρνουν τα παιδιά των εργαζόμενων και η συνεχής συρρίκνωσή της, είναι από τα πρώτα ζητήματα που παλεύει στον δρόμο και τις σχολικές τάξεις η μαχόμενη εκπαιδευτική κοινότητα. Δεύτερον σαφώς υπάρχει προβληματισμός για την εισαγωγή (σε κάποιες υποβαθμισμένες σχολές)  υποψηφίων με βαθμό που μαρτυρά ελάχιστη προετοιμασία και κανείς δεν μπορεί να είναι ευχαριστημένος με αυτό. Ωστόσο η σπουδαιοφανής συζήτηση περί «βάσεων» και τα επιχειρήματα του υπουργείου Παιδείας και των κονδυλοφόρων του δεν αφορά τη συνεισφορά σε αυτό. Ίσα ίσα αυτό ενδιαφέρεται να υψώσει νέους ταξικούς φραγμούς αποκλεισμού των πιο φτωχών μαθητών. Η αυστηρότητά του εξαντλείται στη δημόσια εκπαίδευση και αναπτύσσεται με τρόπο που να τροφοδοτεί την ιδιωτική. Γίνεται ώστε να αποπροσανατολίζει από τη συνολική θέαση του ζητήματος. Αποσιωπά λόγου χάρη τα θέματα των εξετάσεων που πολλές φορές προσεγγίζουν με τη δυσκολία τους τις γνώσεις που πρέπει να έχουν φοιτητές προχωρημένων ετών και καμιά σχέση δεν έχουν με τις απαιτούμενες γνώσεις για να παρακολουθήσει κάποιος πανεπιστημιακή σχολή.
                Να θυμίσουμε ότι η λεγόμενη βάση του 10 στις Πανελλαδικές Εξετάσεις (που ως γνωστόν είναι ανταγωνιστικές και όχι διαγνωστικές) εφαρμόστηκε από το 2006 έως το 2010 και πέτυχε ταξικά αλλά απότυχε μορφωτικά. Η έρευνα του ΙΟΒΕ έδειξε ότι το μέτρο είχε ως επιπτώσεις τη μεγάλη μείωση των εισακτέων που προέρχονταν από οικογένειες με μεσαίο και χαμηλό κοινωνικό-μορφωτικό επίπεδο, έναντι αυτών που προέρχονταν από υψηλό έως πολύ υψηλό επίπεδο. Πέρα από το ότι έμειναν εκτός πανεπιστημιακών σχολών περισσότερα παιδιά από οικογένειες χαμηλού ή μεσαίου εισοδήματος, καμιά αξιοσημείωτη πρόοδος δεν σημειώθηκε στο μορφωτικό επίπεδο ούτε των μαθητών των Λυκείων ούτε των φοιτητών και των Πανεπιστημίων.
                Νέα βάση εισαγωγής… τα δίδακτρα!
                Να το πούμε καθαρά: Ο βασικός προσανατολισμός της κυβέρνησης είναι η μείωση των εισακτέων, η πριμοδότηση της ιδιωτικής Ανώτατης Εκπαίδευσης και η ιδιωτικοποίηση του δημόσιου πανεπιστημίου. Πίσω από τα ψευδεπίγραφα κλισέ περί “αριστείας”, ο στόχος είναι η μόρφωση να ξαναγίνει προνόμιο μιας συγκεκριμένης κοινωνικής τάξης. 
                Οι ενορχηστρωμένες κραυγές για την εισαγωγή χιλιάδων υποψηφίων στα ΑΕΙ με πολύ χαμηλή βαθμολογία, θέλει να υφαρπάξει τη συναίνεση της κοινής γνώμης στην επαναφορά της βάση του 10 (του 9,5 ή του 9 ή όποιου βαθμού θέλει κάθε Σχολή) στην αποδοχή της σκλήρυνσης του συστήματος απόκτησης Εθνικού Απολυτήριου και στον καθορισμό του αριθμού των εισακτέων από τα ίδια τα Πανεπιστήμια έτσι ώστε να μη χρεώνεται η Κυβέρνηση και το Υπουργείο το κόστος. Εν ολίγοις, το σύστημα θέλει κόφτες της ροής στα Πανεπιστήμια.
                Η επαναφορά της βάσης του 10 θα παίξει τον ρόλο του τροχονόμου της εισόδου στα πανεπιστήμια, εξοστρακίζοντας, με εργαλείο τον βαθμό δυσκολίας των θεμάτων, χιλιάδες υποψήφιους  ενώ την ίδια στιγμή η ανακοίνωσή του Υπουργείου για ισότητα ευκαιριών θα μοιάζει με την ψευτοευγένεια μιας πρόσκλησης σε ανεπιθύμητους καλεσμένους, όταν υπάρχει η βεβαιότητα πως οι συνθήκες θα τους αποτρέψουν από το να τη δεχτούν.
                Και ας μην θεωρηθεί τυχαίο που μαζί με την υπουργό Παιδείας και τους πρόθυμους διαμορφωτές της κοινής γνώμης θα προβληματιστούν και επιχειρηματίες της γνώσης για τη μεγάλη πτώση των βάσεων καθώς και για τα εκπαιδευτικά μας ιδρύματα που κινδυνεύουν από τους χιλιάδες αμαθείς εισακτέους. Ωστόσο για να μην κατηγορηθούν ότι τα βάζουν με τα νέα παιδιά, ως γνώστες του εμπορίου, θα ξεχάσουν να δηλώσουν ότι στα ιδιωτικά εκπαιδευτικά μαγαζιά  που οι ίδιοι έχουν στήσει δεν ισχύει καμιά βάση του 10 εάν ηχήσουν τα δίδακτρα.
                Έχεις να πληρώσεις; Μπαίνεις και σπουδάζεις ό,τι θέλεις, όπου θέλεις και όποτε θέλεις. Όσοι αποκλείονται με τη βάση εισαγωγής του δέκα από το δημόσιο πανεπιστήμιο μια χαρά μπορούν να σπουδάσουν σε ένα ιδιωτικό πανεπιστήμιο. Η διαμόρφωση βάσης εισαγωγής στο Δημόσιο Πανεπιστήμιο δεν είναι μόνο μια στρόφιγγα αποκλεισμού από την πρόσβαση σε αυτό, αλλά ανοίγει τη ροή προς την ανάπτυξη της ιδιωτικής εκπαίδευσης, εξασφαλίζοντάς της πελάτες.
                Προφανώς αυτό ευνοεί τα παιδιά των «εχόντων» και κατεχόντων, αλλά υπάρχουν λύσεις και για όλα τα βαλάντια στην ελεύθερη αγορά. Εξάλλου το ιδιωτικό πανεπιστήμιο ως επιχείρηση δεν ενδιαφέρεται για την ταξική προέλευση όποιου καταναλώνει τα προϊόντα του. Για όσους πληρώνουν δεν ισχύει το «δε θέλουμε άλλους γιατρούς και δικηγόρους» ούτε ότι «κόβονται γιατί έγραψαν κάτω από τη βάση».